Archive for the ‘Uncategorized’ Category

Όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στον χώρο της εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν δημοσιονομικό χαρακτήρα, έχουν δηλαδή ως πρώτο στόχο τους την μείωση των δαπανών για την παιδεία. Η μόνη διαφορά της σημερινής κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ) με τις προηγούμενες είναι η προσπάθεια των υπουργών και των συμβούλων τους να επενδύσουν τα μέτρα με ένα ιδεολογικό περίβλημα που μοιάζει αριστερό αντλώντας φράσεις και διατυπώσεις από τις διεκδικήσεις της εκπαιδευτικής αριστεράς, φράσεις και διατυπώσεις που εντός του πλαισίου που χρησιμοποιούνται αποδεικνύονται κενές νοήματος.

Δεύτερος στόχος των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, εκτός του δημοσιονομικού, εξίσου ή και περισσότερο σοβαρός, είναι η δημιουργία μαθητών – και στη συνέχεια πολιτών – με χαμηλές προσδοκίες. Αν κάποτε η εγκύκλιος παιδεία άνοιγε δρόμους επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης και ευνοούσε ακόμα και την ταξική κινητικότητα, σήμερα διαμορφώνεται σταδιακά μια εκπαίδευση έντονα ταξική στην οποία μπορούν να προχωρήσουν στις ανώτατες βαθμίδες όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα. Παράδοξο, θα μπορούσε να πει κάποιος, εφόσον το ελληνικό πανεπιστήμιο παραμένει προς το παρόν δημόσιο και δωρεάν. Όμως το ποσοστό των μαθητών που δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος των φροντιστηρίων ή πρέπει να δουλέψουν για να βοηθήσουν οικονομικά την οικογένειά τους μετά το σχολείο αυξάνεται. Ακόμα περισσότερο αυξάνεται το ποσοστό των πτυχιούχων που είναι αντιμέτωποι με την ανεργία, δίνοντας στους μαθητές ένα σαφές μήνυμα: οι ανώτατες σπουδές είναι για τους έχοντες. Για τους υπόλοιπους, στοιχειώδης εκπαίδευση σε δεξιότητες και «δουλίτσα να υπάρχει», έστω και με μισθούς πείνας.

Όσοι είμαστε μέσα στα σχολεία το ξέρουμε καλά πως οι μαθητές μας δείχνουν μια πρωτοφανή απαξίωση για τις σπουδές, έχουν αγωνία για το μέλλον τους και συσσωρευμένο θυμό.

Σχολείο, λοιπόν, χαμηλών προσδοκιών και χαμηλού κόστους, με κτίρια παλιά, με υποδομές κάτω του μετρίου, με ελλείψεις σε αναλώσιμα, σχολείο βασισμένο στο φιλότιμο των εκπαιδευτικών . Εκπαιδευτικών που ο μέσος όρος ηλικίας τους ανεβαίνει αντιστρόφως ανάλογα με τις αποδοχές τους (καθώς δεν γίνονται νέοι διορισμοί), εκπαιδευτικών που καλούνται να ανταποκριθούν σε ολοένα αυξανόμενα καθήκοντα, χωρίς υποστηρικτικές δομές. Εκπαιδευτικών κουρασμένων, γερασμένων, με προβλήματα οικονομικής επιβίωσης.

Κάπως έτσι το κράτος αποσύρεται σταδιακά από έναν βασικό του ρόλο, που είναι η προστασία και η στήριξη των πολιτών, μέσω των δημόσιων αγαθών (υγεία, παιδεία κλπ) και των προνοιακών δομών, συμμορφούμενο στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και τις επιταγές εκείνων που πραγματικά κυβερνούν την χώρα μας.

πρώτη δημοσίευση: EReNSEP

της Παναγιώτας Γούναρη*, University of Massachusetts Boston

«Οι εξωτερικές αλυσίδες τοποθετήθηκαν απλά µέσα στον άνθρωπο. Οι επιθυµίες και οι σκέψεις µε τις οποίες τον γεµίζει ο µηχανισµός της κοινωνίας τον αλυσοδένουν πολύ περισσότερο από όσο οι εξωτερικές αλυσίδες. Αυτό συµβαίνει γιατί ο άνθρωπος µπορεί να συνειδητοποιεί τις εξωτερικές του αλυσίδες αλλά όχι και τις εσωτερικές, έχοντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερος. Μπορεί να προσπαθήσει να αποτινάξει τις εξωτερικές αλυσίδες, αλλά πώς µπορεί να απαλλαγεί από τις εσωτερικές όταν δεν γνωρίζει καν ότι υπάρχουν;» (Fromm, 1992, σ. 7)

Στο πλαίσιο της οικονοµικής κρίσης του καπιταλισµού που έχει προκαλέσει µια δίχως όρια ανθρωπιστική, κοινωνική και πολιτισµική κρίση διεθνώς µε χαρακτηριστικό παράδειγµα την Ελλάδα, είναι επιτακτική ανάγκη να ξανασκεφτούµε την κριτική παιδαγωγική σε επίπεδο θεωρητικό, σε επίπεδο κατευθύνσεων και στόχων, αλλά και σε σχέση µε τον τρόπο που επαναπροσδιορίζει το ρόλο των εκπαιδευτικών και επιχειρεί να επηρεάσει τις ζωές των µαθητών. Η συνεχιζόµενη οικονοµική κρίση έχει πλήξει µε ιδιαίτερα σκληρό τρόπο όχι µόνο την εκπαίδευση ως θεσµό, αλλά κυρίως τους ανθρώπους οι οποίοι εµπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία: από τον συρρικνούµενο προϋπολογισµό για την παιδεία, τις περικοπές στους µισθούς των εκπαιδευτικών, τις συγχωνεύσεις σχολείων, τις απολύσεις και τη διαθεσιµότητα µέχρι τις υλικές υποδοµές (σχολικά κτίρια, συντήρηση, καθαριότητα, φύλαξη, αναλώσιµα, πετρέλαιο θέρµανσης), αλλά και την καθηµερινότητα και επιβίωση των οικογενειών των µαθητών και των εκπαιδευτικών (ανεργία, φτώχεια, υποσιτισµός). Είναι φανερό ότι η µνηµονιακή κυβέρνηση θέτει ως προτεραιότητα µια διαφορετικού τύπου εκπαίδευση. Η νέα κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής ευθυγραµµίζεται πλήρως µε τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στη µηχανοποίηση, αυτοµατοποίηση και ποσοτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, επιβάλλοντας ένα νέο καθεστώς καταπίεσης. Η τάση ποσοτικοποίησης και η εµµονή στην αποτελεσµατικότητα και τα µετρήσιµα µεγέθη κάθε άλλο παρά έχουν ως στόχο να βελτιωθεί η δηµόσια εκπαίδευση. Το σχολείο, λειτουργώντας όλο και περισσότερο σαν φυλακή ή σαν εργοστάσιο µετατρέπεται σταδιακά σε µια µορφή νεκρού χρόνου (Giroux, 2007) όπου δολοφονείται η φαντασία, η δηµιουργικότητα και η ελεύθερη σκέψη µαθητών και εκπαιδευτικών.

Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, στο οποίο έχει καταλυθεί κάθε έννοια νοµιµότητας και συνταγµατικότητας, µε επιστροφή σ’ ένα εργασιακό µεσαίωνα για τους εκπαιδευτικούς και σ’ ένα σχολικό µεσαίωνα για τους µαθητές, τι µπορεί να προσφέρει η κριτική παιδαγωγική;

Υπογραµµίζω µε πολύ σύντοµο τρόπο ότι στα πλαίσια της θεωρίας της κριτικής παιδαγωγικής θεωρούµε ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εγγενώς και εξ’ ορισµού παρεµβατικός τόσο στο σχολικό όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας ουδέτερος υπάλληλος που µεταδίδει γνώσεις και δεξιότητες υλοποιώντας το αναλυτικό πρόγραµµα. Στο πλαίσιο της κριτικής παιδαγωγικής, καταρρίπτεται η ιδέα του εκπαιδευτικού ως απόλυτης πηγής γνώσης στη µαθησιακή διαδικασία. Η διδασκαλία δεν είναι απλή µεταφορά γνώσεων, αλλά δηµιουργία εκείνων των συνθηκών στις οποίες µπορεί να παραχθεί ή να κατασκευαστεί η γνώση. Η σχέση ανάµεσα στη διδασκαλία και τη µάθηση είναι αµφίδροµη και διαµορφώνεται µε διαλεκτικό τρόπο από εκπαιδευτικούς και µαθητές. O εκπαιδευτικός είναι ενεργός στην εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία ασφαλώς δεν περιορίζεται στους τέσσερις τοίχους της σχολικής αίθουσας. Η παιδαγωγική, µε την ευρύτερη έννοια, βρίσκεται παντού και λειτουργεί σε πολλαπλές σφαίρες ανθρώπινης ζωής και δράσης. Συµπεριλαµβάνει τις πρακτικές λόγου, τις γνώσεις και τις κουλτούρες που παράγονται και αναπαράγονται µέσα και έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Ένας από τους βασικούς στόχους της κριτικής παιδαγωγικής είναι να δηµιουργήσει τις συνθήκες στις οποίες οι µαθητές, στις επαφές µεταξύ τους, µε τους εκπαιδευτικούς και µε το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, θα έχουν τη δυνατότητα να βιώνουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά, ιστορικά, σκεπτόµενα, επικοινωνιακά,µετασχηµατιστικά, δηµιουργικά όντα.

Εφόσον λοιπόν ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξ’ ορισµού παρεµβατικός, σε συνθήκες οξείας οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης αυτός ο ρόλος δοκιµάζεται ακόµη περισσότερο, αφού δεν µπορεί να περιοριστεί απλά και µόνο στην επαγγελµατική του ιδιότητα. Ο εκπαιδευτικός δραστηριοποιείται σε πολλαπλές σφαίρες, µέσα και έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα, όχι µόνο ως εκπαιδευτικός αλλά και ως ενεργός συνειδητοποιηµένος πολίτης. Συνεπώς, ο ρόλος του πρέπει να αναζητηθεί όχι µόνο στην εγγενή φύση των πνευµατικών δραστηριοτήτων που περιλαµβάνει η εργασία του, αλλά στο σύνολο του συστήµατος σχέσεων, µέσα στις οποίες αυτές οι δραστηριότητες (και άρα και οι οµάδες εκπαιδευτικών που τις εκπροσωπούν) τοποθετούνται στο γενικό σύµπλεγµα των κοινωνικών σχέσεων. Ο χαρακτήρας του σώµατος των εκπαιδευτικών θα πρέπει να αναζητηθεί στα πεδία δράσης τους, καθώς και στους τρόπους µε τους οποίους η εκάστοτε ιστορικο-κοινωνική και πολιτική πραγµατικότητα τούς ωθεί σε θέσεις υποκειµενικής δράσης, τις οποίες επιλέγουν. Οι εκπαιδευτικοί ανήκουν στην εποχή τους και κάνουν τις επιλογές τους µε βάση τα κρίσιµα θέµατα που αντιµετωπίζουν οι κοινωνίες τους.

Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι από την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα, µε την όξυνση των αντιθέσεων και την ολοµέτωπη επίθεση στην παιδεία στο σύνολό της, εάν εξαιρεθεί µια έξαρση συµµετοχής το 2011-2012 που συµβάδιζε µε γενικότερες κινητοποιήσεις και απεργίες σε διάφορους κλάδους, δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι καταγράφεται συσπείρωση ή αύξηση συµµετοχής και ενεργές παρεµβάσεις από τους εκπαιδευτικούς (ή το φοιτητικό κίνηµα). Με δεδοµένες την απληστία και την επιθετικότητα µε τις οποίες εφαρµόζονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα για να υλοποιηθεί η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, ο φόβος και η δύναµη χρησιµοποιούνται για τη διατήρηση της υπακοής και της συναίνεσης. Η υπακοή και η συναίνεση είναι δυστυχώς ορατές στις τάξεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθµίδων. Οι Έλληνες, µε λίγες εξαιρέσεις (αντιφασιστικά κινήµατα, αντικαπιταλιστικά αριστερά µέτωπα, οµάδες αλληλεγγύης κ.ο.κ.), έγιναν συνεργοί στην ίδια τους την απανθρώπιση, επειδή η υπακοή τους έκανε να νιώθουν ασφαλείς και προστατευµένοι: «η υπακοή µου µε κάνει µέτοχο της εξουσίας που λατρεύω και γι’ αυτό νιώθω δυνατός. ∆εν µπορώ να κάνω λάθος, αφού αυτή αποφασίζει για µένα» (Fromm, 1981: 8).

Από τις προηγούµενες σύντοµες εισαγωγικές παρατηρήσεις αναδύονται οι κεντρικές έννοιες της εργασίας µου, έννοιες που θεωρώ θεµελιώδεις στην παιδαγωγική: η ελευθερία, η ανυπακοή και η ελπίδα. Και οι τρεις έννοιες έχουν κεντρική σηµασία για την ανατροπή της παρούσας νεκροφιλικής πολιτικής των µνηµονιακών κυβερνήσεων – η καλύτερη κατανόησή τους µπορεί να συµβάλει στην προβολή και υλοποίηση νέων προγραµµάτων ανατροπής µέσα και έξω από το σχολείο. Και οι τρεις έννοιες έχουν αναλυθεί διεξοδικά από τον κορυφαίο Βραζιλιάνο παιδαγωγό Paulo Freire. Ωστόσο, είναι πιθανώς λιγότερο γνωστό πόσο βαθιά επηρεασµένος υπήρξε ο Freire από τον Γερµανό ψυχαναλυτή και κοινωνικό φιλόσοφο Erich Fromm (1900-1980).

O Freire επισκέφθηκε τον Fromm στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Κουεβαρνάκα στο Μεξικό, σε µια συνάντηση την οποία οργάνωσε ο Ivan Illich. Ο Freire αναφέρει µια συζήτηση που είχε σε εκείνη τη συνάντηση µε τον Fromm σχετικά µε «τη δυσκολία των καταπιεζόµενων να τοποθετήσουν τον καταπιεστή έξω από τους ίδιους» (1995: 105). Εδώ βρίσκεται µία από τις κεντρικές συλλήψεις του έργου του Fromm, όπως εύγλωττα εκφράζεται στο εισαγωγικό απόσπασµα που παρέθεσα το οποίο αναφέρεται στις εσωτερικές και εξωτερικές αλυσίδες. Ο Freire παραπέµπει στον Fromm όταν αντιπαραθέτει τη «βιοφιλία», δηλαδή την αγάπη για τη ζωή, µε τη «νεκροφιλία» την οποία θεωρεί βασική αιτία αποδοχής της καταπίεσης. Σύµφωνα µε τον Freire, οι καταπιεζόµενοι, για να ξεπεράσουν την καταπιεστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, «πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν κριτικά τις αιτίες της έτσι ώστε µέσα από τη µετασχηµατιστική δράση, να µπορέσουν να δηµιουργήσουν µια νέα κατάσταση, µια κατάσταση που να καθιστά δυνατή την αναζήτηση µιας πιο ολοκληρωµένης ανθρωπιάς» (2003: 47), αλλά συχνά φοβούνται να πάρουν το ρίσκο που συνδέεται τόσο µε τη δική τους απελευθέρωση όσο και µε το να πείσουν τους άλλους να το κάνουν, αφού οι ίδιοι φοβούνται την ελευθερία. Ο Freire αναγνωρίζει ότι αυτό το είδος φόβου περιορίζει τις επιλογές για τους καταπιεζόµενους.

Τόσο ο Erich Fromm όσο και ο Paulo Freire ασχολήθηκαν µε το ζήτηµα της Ελευθερίαςο Freire στην Αγωγή του Καταπιεζόµενου και αργότερα στην Παιδαγωγική της Ελευθερίας και ο Fromm στο σύνολο της εργογραφίας του µε πιο εκτεταµένες αναφορές και ανάλυση στον Φόβο για την Ελευθερία. Είναι φανερό ότι ο Freire βασίστηκε σε πολύ µεγάλο βαθµό στη θεωρητική προσέγγιση του Fromm, αν και δεν το αναγνωρίζει πάντα ούτε κάνει απαραίτητα τις αναφορές που θα έπρεπε στο έργο του Fromm.

Υπακοή

Αξιοποιώντας το έργο του Erich Fromm θεωρώ ότι το νεοφιλελεύθερο πείραµα που βιώνουµε από το 2008 στην Ελλάδα, το οποίο γεννάει καταστροφή και θάνατο, είναι ένα παράδειγµα «κοινωνικής νεκροφιλίας». Τι εννοώ µ’ αυτό: αναφέροµαι στην ωµή, οργανωµένη προσπάθεια εκ µέρους του εγχώριου πολιτικού συστήµατος και των ξένων νεοφιλελεύθερων κέντρων να εφαρµόσουν οικονοµικές πολιτικές που έχουν ως αποτέλεσµα τη σωµατική, υλική, φυσική, κοινωνική και οικονοµική καταστροφή του ανθρώπου. Πολιτικές οι οποίες προωθούν το θάνατο, είτε σωµατικό είτε συµβολικό. Ο στόχος της συνεχιζόµενης νεοφιλελεύθερης επέλασης είναι η φυσική και συµβολική καταστροφή των πιο ευάλωτων στρωµάτων του πληθυσµού. Επιδιώκει να θέσει ολόκληρη την κοινωνία σε ηµιθανή κατάσταση ώστε να εφαρµόσει σκληρότατα µέτρα λιτότητας χωρίς προηγούµενο, που θα αποφέρουν κέρδη για τις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις διεθνώς.

Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έχει µετατρέψει την εκπαίδευση σε «πράγµα», σε «αντικείµενο» και µέσα από στοχευµένες πολιτικές την απογυµνώνει σιγά-σιγά από τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα. ∆ιαπιστώνουµε, δηλαδή, µια εκπαιδευτική «νεκροφιλία» µε γενικευµένες τάσεις ποσοτικοποίησης, µηχανοποίησης και αυτοµατισµού που µετατρέπει την εκπαιδευτική διαδικασία σε απλή µετάδοση γνώσεων και δεξιοτήτων, ένα «τραπεζικό µοντέλο» εκπαίδευσης, όπως θα το αποκαλούσε ο Freire. Όλα αυτά, βέβαια, στο όνοµα της ελευθερίας, στο όνοµα της προόδου και του κυβερνητικού «success story». Πώς γίνεται στο όνοµα της ελευθερίας να αλυσοδένεται ακόµη περισσότερο ο άνθρωπος; Πως γίνεται να είναι σκλάβος χωρίς αλυσίδες; «Ο φόβος για την ελευθερία είναι το τραγικό δίληµµα του καταπιεζόµενου τον οποίο (φόβο) η εκπαίδευση πρέπει να λάβει υπόψη της» απαντά ο Freire. Χτίζουµε ένα σχολείο µε τυµπανοκρουσίες «αποτελεσµατικότητας» για να µην ακούγεται ο θόρυβος από τις αλυσίδες που σέρνουµε: αλυσίδες ιδεολογικές, που σκοτώνουν τη φαντασία, που βλέπουν τους δασκάλους και τους µαθητές σαν πράγµατα. Και ενώ οι άνθρωποι µετατρέπονται σε πράγµατα, τα πράγµατα µε τη σειρά τους µετατρέπονται σε ανθρώπους. Τα άψυχα παίρνουν ψυχή και τα έµψυχα χάνουν την ψυχή τους.

Έχουµε µπροστά µας µια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί εκείνο που ο Fromm αποκαλεί «το έχειν ως τρόπος ύπαρξης», µια κατάσταση για την οποία ευθύνονται οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στον τρόπο ύπαρξης µε βάση το έχειν δεν υπάρχει ζωντανή σχέση ανάµεσα σε εµένα και σε αυτό που έχω. Αυτό και εγώ έχουµε γίνει πράγµατα, και εγώ το έχω αυτό επειδή έχω τη δύναµη να το κάνω δικό µου […] Ο τρόπος ύπαρξης του έχειν δεν καθιερώνεται µε µία ζωντανή, παραγωγική διαδικασία ανάµεσα σε υποκείµενο και αντικείµενο· κάνει τα πράγµατα και αντικείµενο και υποκείµενο. Η σχέση αυτή είναι σχέση θανάτου και όχι ζωής (Fromm, 1976: 77-78).

Και τελικά αν είµαι αυτό που έχω, αν δηλαδή η ταυτότητά µου είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε τα πράγµατα που µου ανήκουν, τι θα είµαι εάν χάσω αυτά που έχω; Όσο περισσότερο αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες στα πράγµατα τόσο απογυµνώνεται ο άνθρωπος από τη δική του ανθρώπινη υπόσταση. Φαίνεται ότι το σύστηµα πρέπει να εξαθλιώσει τους ανθρώπους και να τους απανθρωπίσει, προκειµένου να εξανθρωπίσει άψυχα πράγµατα και στη συνέχεια, ενδεχοµένως να ξαναδώσει στον άνθρωπο εκ νέου την υπόστασή του, στη νέα κοινωνία της αγοράς. Εννοούµε, όµως, ένα νέο είδος ανθρώπου που, πλέον, θα έχει στερηθεί κάθε έννοια υποκειµενικότητας: Το άτοµο γίνεται ένας αριθµός, µετατρέπει τον εαυτό του σε ένα πράγµα. Αλλά επειδή δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη αρχή, επειδή δεν είναι «αναγκασµένο» να υπακούει, το άτοµο έχει την ψευδαίσθηση ότι ενεργεί αυτοβούλως και ακολουθεί την αρχή της «λογικής». Ποιος µπορεί να δείξει ανυπακοή στο «λογικό»; […] ποιος µπορεί να δείξει ανυπακοή όταν δεν κατανοεί καν πως υπακούει; (Fromm, 1981: 22).

Η ανάλυση του Fromm για την υπακοή και την ελευθερία µπορεί να χρησιµεύσει ως σηµαντικό ερµηνευτικό εργαλείο για την απάθεια της πλειονότητας των Ελλήνων µπροστά στην καταστροφή της ζωής τους. Το είδος της υπακοής που απαιτείται από τον «πειθαρχηµένο» Ευρωπαϊκό Βορρά χρειάζεται µια «αυταρχική συνείδηση», δηλαδή, την εσωτερικευµένη φωνή µιας εξουσίας, την υπακοή σε εξωτερικές σκέψεις και δυνάµεις, µια υπακοή που τείνει να αποδυναµώσει την «ανθρωπιστική συνείδηση», δηλαδή τη διαισθητική γνώση «γύρω από το τι είναι ανθρώπινο και τι δεν είναι, την ικανότητα να είµαστε ο εαυτός µας και να τον αξιολογούµε, τη φωνή που καλεί πίσω στον εαυτό µας και στην ανθρωπιά µας» (Fromm, 1981: 7). Με άλλα λόγια, απαιτεί από τον ελληνικό λαό να υποκύψει εκούσια στην καταστροφή του, να χάσει την ικανότητα της ανυπακοής, έτσι ώστε να µην έχει καν επίγνωση του γεγονότος ότι υπακούει απόλυτα.

Ο Fromm χρησιµοποιεί δύο εύγλωττα παραδείγµατα ανυπακοής, τους µύθους του Αδάµ και της Εύας και του Προµηθέα. Και τα δύο καταδεικνύουν πως από µια πράξη ανυπακοής, είτε µε τη Χριστιανική είτε µε τη µυθολογική έννοια, ξεκίνησε η ανθρώπινη ιστορία. Ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι αναπτύχθηκαν πνευµατικά και διανοητικά ακριβώς επειδή ήταν σε θέση να πουν όχι στην εκάστοτε εξουσία. Συνεπώς, η υποταγή στην εξουσία µπορεί να σηµαίνει µόνο τον πνευµατικό και διανοητικό θάνατο. Όπως λέει ο Fromm (1981) «Η ανθρώπινη ιστορία άρχισε µε µια πράξη ανυπακοής και δεν είναι απίθανο ότι θα τερµατιστεί µε µια πράξη υπακοής» (σ. 1). Η υπακοή και η ανυπακοή βρίσκονται σε µια διαλεκτική σχέση, όπως δείχνει, για παράδειγµα, η ιστορία της Αντιγόνης: µέσα από την ανυπακοή της στους απάνθρωπους νόµους του κράτους, υπάκουσε στους νόµους της ανθρωπότητας. Κάθε πράξη ανυπακοής περιλαµβάνει µια πράξη υπακοής σε κάτι άλλο. Αυτό το είδος ανυπακοής, λοιπόν, συνδέεται µε την έννοια της υποκειµενικότητας:

Ένα πρόσωπο µπορεί να ελευθερωθεί µέσω πράξεων ανυπακοής, µαθαίνοντας να λέει όχι στην εξουσία. Αλλά δεν είναι µόνο η ικανότητα για ανυπακοή προϋπόθεση για την ελευθερία: η ελευθερία αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την ανυπακοή. Αν φοβάµαι την ελευθερία, δεν τολµώ να πω «όχι», δεν µπορώ να βρω το θάρρος να είµαι ανυπάκουος.

Πράγµατι, η ελευθερία και η ικανότητα για ανυπακοή είναι αδιαχώριστες· εποµένως, κάθε κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό σύστηµα που διακηρύσσει την ελευθερία, αλλά καταπνίγει την ανυπακοή, δεν µπορεί να λέει την αλήθεια (Fromm 1981: 9).

Με βάση τα προηγούµενα, γίνεται σαφές ότι η ανυπακοή σηµαίνει διαφορετικά πράγµατα για το κυρίαρχο σύστηµα και τις ελίτ της εξουσίας και διαφορετικά για το λαό. Η ανυπακοή απελευθερώνει τον άνθρωπο, ενσαρκώνει το τι σηµαίνει να είσαι άνθρωπος. Στην κυρίαρχη αφήγηση, στερεί από το πρόσωπο την ανθρώπινη υπόστασή του και το αυτοµατοποιεί. Από τη µια πλευρά έχουµε την υπακοή σε ένα άτοµο, θεσµό ή εξουσία (ετερόνοµη υπακοή), που µεταφράζεται σε υποτέλεια: «υπονοεί την παραίτηση από την αυτονοµία µου και την αποδοχή µιας ξένης βούλησης ή κρίσης στη θέση της δικής µου» (Fromm, 1981:5). Από την άλλη πλευρά, η «υπακοή στη δική µου λογική ή πίστη (αυτόνοµη υπακοή), δεν είναι µια πράξη υποτέλειας, αλλά επιβεβαίωσης» (σ. 5). Ασφαλώς, η ετερόνοµη υπακοή δεν είναι η ιδανική κατάσταση για την επιβίωση κάθε αυταρχικού συστήµατος, αφού ακόµη και αν η υπακοή µπορεί να επιβληθεί µε τη δύναµη, υπάρχουν πολλά µειονεκτήµατα σε αυτή τη µέθοδο, γιατί α) η διαµόρφωση της δύναµης θα µπορούσε να µετατοπιστεί στα χέρια των πολλών και β) πολλά είδη εργασίας δεν µπορούν να γίνουν κανονικά εάν πίσω από την υπακοή δεν βρίσκεται τίποτε άλλο εκτός από φόβο. Εποµένως, «η υπακοή πρέπει να ριζωθεί µέσα στην καρδιά και όχι να επιβληθεί από φόβο. Ο άνθρωπος πρέπει να θέλει, ακόµη και να χρειάζεται να υπακούει, αντί απλά και µόνο να φοβάται να δείξει ανυπακοή» (σ. 10).

Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουµε ένα αυταρχικό πολιτικό σύστηµα που περιλαµβάνει την υπακοή ως ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του: αυξηµένη καταστολή, παρακολούθηση (κάµερες σε δηµόσιους χώρους), µιλιταρισµός και αυξηµένη αστυνόµευση, άνοδος νεοναζισµού. Τι θα σήµαινε λοιπόν για τον Ελληνικό λαό να παρακούσει αυτή την παράλογη αρχή; Γιατί οι άνθρωποι προσκολλώνται στην υποτέλεια και υποκύπτουν όταν θα µπορούσαν να έχουν επιλέξει την ελευθερία; Ο Fromm (1976) είναι και πάλι διαφωτιστικός σε αυτό το σηµείο. Υπογραµµίζει ότι οι άνθρωποι δεν προσκολλώνται στη ζωή όταν αυτή απειλείται. Για παράδειγµα, πολύ συχνά παραµένουν σε πλήρη αδράνεια µπροστά στην καταστροφή: «ενώ στην ιδιωτική µας ζωή κανείς εκτός από έναν τρελό δεν θα παρέµενε παθητικός στη θέα µιας απειλής για τη συνολική µας ύπαρξη, εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τις δηµόσιες υποθέσεις δεν κάνουν πρακτικά τίποτε και εκείνοι που έχουν εµπιστευτεί τη µοίρα τους σε αυτούς συνεχίζουν να µην κάνουν τίποτε» (σ.10). Παρ’ όλο που σε συνθήκες οξείας κρίσης οι άνθρωποι αναπτύσσουν συχνά θυµό και οργή, η Arendt (1971) επισηµαίνει πως η οργή δεν είναι µια αυτόµατη αντίδραση στη µιζέρια και στον πόνο. ∆ηλαδή, η οργή δεν προκύπτει σε όλες τις απάνθρωπες συνθήκες. Μόνο όπου «υπάρχει λόγος να υποπτευόµαστε ότι οι συνθήκες θα µπορούσαν να αλλάξουν, αλλά αυτό δεν συµβαίνει, προκύπτει οργή. Μόνο όταν προσβάλλεται το αίσθηµα της δικαιοσύνης αντιδράµε οργισµένα» (σ. 63).

Στην αναζήτηση του ελληνικού λαού να βρει τη χαµένη του αφήγηση, να «ξανα-αφηγηθεί» τον εαυτό του µε συλλογικό τρόπο, όπως χαρακτηριστικά λέει η Klein (2012), η ικανότητα α) να παρακούσει συνειδητά και β) να δώσει περιεχόµενο στην έννοια της ελπίδας µε ένα πραγµατικό, εφικτό πολιτικό σχέδιο αποτελούν δύο πολύ σηµαντικά προτάγµατα. Για να παραφράσω τον Fromm, σ’ αυτό το σηµείο της ελληνικής ιστορίας «η ικανότητα να αµφιβάλλει κανείς, να ασκεί κριτική και να δείχνει ανυπακοή» ίσως να στέκεται ανάµεσα στο µέλλον της χώρας και στο τέλος της (1981). Βέβαια, η ανυπακοή πρέπει να διακρίνεται από την εξεγερτικότητα ως αντίδραση χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόµενο. Η ικανότητα να είναι κανείς ανυπάκουος έγκειται στην ικανότητά του να υπακούει στη συνείδηση και στις αρχές που έχει επιλέξει.

Στο σηµείο αυτό θεωρώ αναγκαίο να διατυπώσω µερικές παρατηρήσεις για ορισµένα προβλήµατα της σύγχρονης κριτικής παιδαγωγικής:

α) Η κριτική παιδαγωγική έχει σε πολλές περιπτώσεις καταντήσει το «αλατοπίπερο» άλλων επιστηµονικών πεδίων εντός και εκτός παιδαγωγικής. Πολλοί «κάνουν ολίγη» κριτική παιδαγωγική, επειδή είναι της µόδας, επειδή θεωρείται επαναστατική, επειδή εξυπηρετεί. Γι’ αυτό αναφέρθηκα προηγουµένως στη διαφορά της εξεγερτικότητας από την ανυπακοή. Συχνά η κριτική παιδαγωγική χρησιµοποιείται ως επίχρισµα ψευτοεπαναστατικότητας και εξεγερτικότητας χωρίς να έχει σαφές πολιτικό και παιδαγωγικό περιεχόµενο. Λίγοι από τους αυτο-αποκαλούµενους κριτικούς παιδαγωγούς έχουν εµβαθύνει µε ειλικρίνεια στο γνωστικό αντικείµενο και την ιστορικότητα αυτού του θεωρητικού ρεύµατος. Οι περισσότεροι κινούνται επιφανειακά και οικειοποιούνται µε αυθαίρετο τρόπο τους κεντρικούς της άξονες, διαστρεβλώνοντας συχνά τόσο το πολιτικό της πρόγραµµα όσο και τους στόχους της. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι αναγκαία µια µεγαλύτερη επιστηµονική καθαρότητα και οριοθέτηση, η οποία όχι µόνο θα προστατεύσει την ως τώρα πορεία και ιστορία της κριτικής παιδαγωγικής, αλλά θα δηµιουργήσει και τις συνθήκες για παραγωγή νέας θεωρίας στους κόλπους της.

β) Συχνά παρατηρείται το φαινόµενο του κριτικού παιδαγωγού-αστέρα. Ασφαλώς, το φαινόµενο αυτό παρατηρείται και σε άλλα γνωστικά πεδία, αλλά θα έλεγε κανείς ότι στην κριτική παιδαγωγική, µία εξ ορισµού ριζοσπαστική θεωρητική κατεύθυνση, δεν υπάρχει χώρος για τέτοια φαινόµενα. Εννοώ την κατασκευή µιας συγκεκριµένης οµάδας κριτικών παιδαγωγών-αστέρων, τα ονόµατα των οποίων βλέπουµε να παρελαύνουν σε συνέδρια και δηµοσιεύσεις και να γίνονται σε µια νύχτα ειδικοί σε θέµατα για τα οποία έχουν πλήρη άγνοια. Θα επαναλάβω εκείνο που λέω στις φοιτήτριες και τους φοιτητές µου κάθε χρόνο: όταν θεοποιείτε τον οποιοδήποτε ακαδηµαϊκό, φιλόσοφο, θεωρητικό, βρίσκεστε ήδη εκτός κριτικής παιδαγωγικής. Κανένας δεν είναι υπεράνω κριτικής και οι άνθρωποι αξιολογούνται µε βάση το έργο τους.

γ) Σε αντίθεση µε αυτό το µοντέλο των κριτικών παιδαγωγών που καταλήγουν να αναπαράγουν µορφές καταπίεσης, αντιπροτείνω µια µορφή πνευµατικής εργασίας η οποία εγγυάται όχι µόνο το κριτικό πνεύµα αλλά και την αναγκαία ανεξαρτησία σκέψης. ∆εν αρκεί να αντι-προτείνει κάποιος έναν κόσµο ελπίδας, δυνατότητας και προοπτικής, πρέπει και να τον βιώνει µε το παράδειγµα και τον τρόπο ζωής του. Οι ακαδηµαϊκοί που υπηρετούν την ανώτατη εκπαίδευση, ως ενεργοί κοινωνικοί φορείς, έχουν ένα τροµακτικό βάρος κοινωνικής ευθύνης που αναπόφευκτα συνίσταται στη συνεχή άσκηση κριτικής στη διακυβέρνηση, στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, στις κοινωνικές δοµές, στην κατασκευή ιεραρχιών γνώσης, στις πρακτικές λόγου και στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Για να σηκώσουν αυτό το βάρος χρειάζεται να έχουν σπάσει τις εσωτερικές τους αλυσίδες.

H Ελπίδα µέσα στις Πολιτικές της Απελπισίας

Στην τρέχουσα κυριαρχία της πολιτικής της απελπισίας, της κατήφειας και του αφανισµού στην Ελλάδα, «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σχεδόν έτοιµοι να καταγγείλουν την πίστη στη βελτίωση των ανθρώπων ως µη ρεαλιστική» (Fromm, 1973: 484). Πιστεύω ότι οποιαδήποτε ανάλυση βασίζεται στη θεωρία του Erich Fromm µπορεί να αποκτήσει νόηµα µόνο όταν περιλαµβάνει µια συζήτηση για την ελπίδα στην κατεύθυνση ενός σοσιαλιστικού ανθρωπισµού. Ο σοσιαλισµός δεν είναι ένα αφηρηµένο κοινωνικοοικονοµικό και πολιτικό πρόγραµµα, είναι ένα πρόγραµµα που αφορά τους ανθρώπους. Με αυτή την έννοια ο σοσιαλισµός πρέπει να είναι ριζοσπαστικός, αφού το να είσαι ριζοσπάστης σηµαίνει να φτάνεις στη ρίζα και η «τελική ρίζα» είναι ο άνθρωπος.

Ο Fromm προσφέρει ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ελπίδα, µια έννοια που είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ανθρώπινη υποκειµενικότητα, ως: ικανότητα να απελευθερώνει κανείς τον εαυτό του από οτιδήποτε µοιάζει µε το µοιραίο ιστό των περιστάσεων που έχει δηµιουργήσει. Είναι η θέση όχι των αισιόδοξων ούτε των απαισιόδοξων, αλλά των ριζοσπαστών που έχουν λογική πίστη στην ικανότητα του ανθρώπου να αποφύγει την απόλυτη καταστροφή. Αυτός ο ουµανιστικός ριζοσπαστισµός αναφέρεται στις ρίζες και κατά συνέπεια στις αιτίες· τείνει να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες των ψευδαισθήσεων (Fromm, 1973α: 485).

Αυτό που είναι σηµαντικό και πολύτιµο στην ανάλυση της ελπίδας στον Fromm είναι ότι δεν την παρουσιάζει σαν µια «χαριτωµένη» έννοια που περιγράφει αόριστα τι σηµαίνει να σκεφτόµαστε θετικά. Είναι µια οργανική κατασκευή, θεµελιωµένη στις διαλεκτικές σχέσεις ανάµεσα στο κοινωνικό και το ατοµικό, στις υλικές συνθήκες και τις κοινωνικές προσδοκίες. Στο έργο του, η ελπίδα αποτελεί ένα παράδοξο. ∆εν είναι ούτε ένας νυσταγµένος ρεφορµισµός ούτε µια µορφή ψευτο-περιπέτειας. ∆εν είναι µια παθητική ελπίδα που υποτάσσεται στις απαγορεύσεις και απλώς περιµένει να της επιτραπεί να υπάρξει σε µια καλύτερη κατάσταση. ∆εν είναι µια ελπίδα για χρόνο, ούτε η λατρεία για το µέλλον δεν ζητά παράταση χρόνου για ό,τι πρόκειται να συµβεί (αυτό θα αποτελούσε ουσιαστικά την αλλοτρίωση της ελπίδας). Η ελπίδα δεν υφίσταται χωρίς την ανθρώπινη παρέµβαση και η παθητική προσµονή συνιστά µια µορφή κεκαλυµµένης απελπισίας και ανικανότητας (Fromm, 1973, 1973α, 1976, 1978). Το να έχεις ελπίδα, ισχυρίζεται ο Fromm, σηµαίνει να πάψεις να είσαι παρατηρητής. Είµαστε µέρος των καταστάσεων που παρατηρούµε, είµαστε δεσµευµένοι και η πίστη µας έχει τις ρίζες της στη σχέση µας µε την κατάσταση, «είναι µία µίξη γνώσης και συµµετοχής. Ο οπτιµισµός είναι µια αλλοτριωµένη µορφή πίστης, ο πεσιµισµός µια αλλοτριωµένη µορφή απελπισίας» (1973α: 483).

Ο Fromm συνεχίζει κάνοντας µια σηµαντική διάκριση µεταξύ οπτιµιστών και πεσιµιστών που θα µπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει στην τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα. Οι οπτιµιστές, από τη µια µεριά, είναι οι πιστοί στο δόγµα της συνεχούς προόδου. Θεωρούν την τρέχουσα ανθρωπιστική κρίση ως ένα αναγκαίο βήµα προς την πρόοδο και ταυτίζουν τα ανθρώπινα επιτεύγµατα µε τα οικονοµικά επιτεύγµατα, την ανθρώπινη ελευθερία µε την ελευθερία από τον καταναγκασµό, από το κράτος και την ελευθερία των αγορών να ρυθµίζονται όπως εκείνες θέλουν. ∆εν ανησυχούν τόσο για το κοινωνικό κόστος, επειδή «βλέπουν» µια καλύτερη κοινωνία να αναδύεται από το χάος. ∆εν είναι σε θέση να δουν την υποταγή τους στην ίδια τους την καταστροφή ως µέρος του «success story». Από την άλλη µεριά έχουµε τους πεσιµιστές οι οποίοι νοµίζουν πως η µοίρα αυτής της χώρας και της ανθρωπότητας, γενικά, δεν τους απασχολεί παρά ελάχιστα. ∆εν αισθάνονται απελπισία επειδή θα επηρέαζε τις άνετες ζωές τους. Γίνονται κυνικοί ώστε να παραµείνουν γερά κλεισµένοι στην απάθεια και την εσωστρέφειά τους. Ο Fromm τονίζει ότι «ενώ η απαισιοδοξία τους λειτουργεί σε µεγάλο βαθµό για να προστατέψει τους πεσιµιστές από κάθε εσωτερική απαίτηση να κάνουν κάτι µε το να προβάλλουν την ιδέα πως τίποτε δεν µπορεί να γίνει, οι οπτιµιστές υπερασπίζονται τους εαυτούς τους ενάντια στην ίδια εσωτερική απαίτηση µε το να πείθουν τους εαυτούς τους ότι όλα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση ούτως ή άλλως, οπότε τίποτε δεν χρειάζεται να γίνει» (1973, 485).

Προφανώς, και οι δύο απόψεις είναι εγγενώς προβληµατικές γιατί, στην ουσία, δεν ωθούν τους ανθρώπους σε υποκειµενικές τοποθετήσεις µε βάση τις οποίες ενδέχεται να παρέµβουν στην τρέχουσα κατάσταση. Η ζοφερή πραγµατικότητα των Ελλήνων και οι τρόποι µε τους οποίους έχει κατασκευαστεί στο πεδίο του λόγου, τους έχουν εµποδίσει να σκέφτονται πέρα από τα όρια της επιβαλλόµενης νεοφιλελεύθερης τάξης πραγµάτων. Η συνεχιζόµενη δυσαρέσκεια, δυστυχία και απελπισία, ως µια γενικευµένη αρνητική κατάσταση, δεν έχει εµφυσήσει την επιθυµία για νέες κατευθύνσεις, για αναπροσανατολισµό των ιδεών, για ανανέωση αξιών, για τη λήξη της απανθρώπισης.

Στη διαµόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου και µιας αφήγησης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη νεκροφιλία είναι ανάγκη να προχωρήσουµε πέρα από το δίπολο του οπτιµισµού και του πεσιµισµού και να θέσουµε στο κέντρο την κριτική και ριζοσπαστική σκέψη η οποία, όταν συντίθεται µε την πιο πολύτιµη αξία του ανθρώπου -την αγάπη για τη ζωή- θα αποδώσει καρπούς. Αντί να περιορίζεται στην αναµόρφωση ή την τροποποίηση της υφιστάµενης κατάστασης, ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθήσει να φανταστεί αυτό που δεν υπάρχει, να το επιθυµήσει και να εργαστεί σκληρά για να το πραγµατώσει: «Οι ιδέες γίνονται πανίσχυρες µονάχα όταν είναι ζωντανές. Μια ιδέα που δεν οδηγεί στη δράση, ατοµική και συλλογική, παραµένει στην καλύτερη περίπτωση µια παράγραφος ή µια υποσηµείωση ενός βιβλίου» (Φροµ, 1973: 196).

Συµπεράσµατα

Η ανυπακοή µε σαφές πολιτικό περιεχόµενο µπορεί να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα της δηµόσιας ζωής διότι δεν είναι πρωταρχικά µια στάση που κατευθύνεται ενάντια σε κάτι, αλλά για κάτι: για τη δυνατότητα του ανθρώπου να δει, να πει τι βλέπει και να αρνηθεί να πει κάτι που δεν βλέπει. Για να το επιτύχει αυτό δεν είναι αναγκαίο να γίνει επιθετικός ή εξεγερτικός· χρειάζεται να έχει τα µάτια του ανοιχτά, να είναι εντελώς ξύπνιος και πρόθυµος να αναλάβει την ευθύνη να ανοίξει τα µάτια όσων βρίσκονται σε κίνδυνο να πεθάνουν επειδή µισοκοιµούνται (1981: 24). Είναι σηµαντικό για ένα λαό όχι µόνο να νιώθει έντονα την τραγωδία αλλά και να την καταλαβαίνει, να εντοπίζει τα αίτιά της και να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν τρόποι να αλλάξει η κατάσταση εάν η ελπίδα αποκτήσει νόηµα, περιεχόµενο και δράσεις. Όπως σηµειώνει ο Fromm (1973): να έχεις πίστη σηµαίνει να τολµάς, να σκέφτεσαι το αδιανόητο, όµως να δρας µέσα στα όρια του ρεαλιστικά δυνατού· […] Αυτή η ελπίδα δεν είναι παθητική και υποµονετική· αντίθετα, είναι ανυπόµονη και ενεργητική, ψάχνοντας για κάθε πιθανότητα δράσης µέσα στην περιοχή των αληθινών πιθανοτήτων (σ. 485).

∆υστυχώς, η κυρίαρχη µνηµονιακή αφήγηση έχει στερήσει αυτό ακριβώς: την ικανότητα να απορούµε, την ανάγκη να προσπαθούµε να καταλάβουµε. Έχουµε χάσει την επαναστατική φύση της σκέψης µας. Όπως πολύ σωστά σηµειώνει ο Bertrand Russell (στο Φροµ, 1981), οι άνθρωποι φοβούνται τη σκέψη περισσότερο απ’ όσο φοβούνται οτιδήποτε άλλο στον κόσµο -περισσότερο από την καταστροφή, ακόµη περισσότερο και από το θάνατο: Η σκέψη είναι ανατρεπτική και επαναστατική, καταστροφική και τροµερή, η σκέψη είναι ανελέητη µε τα προνόµια, τους καθιερωµένους θεσµούς και τις άνετες συνήθειες. Η σκέψη είναι αναρχική και άνοµη, αδιάφορη για την εξουσία, απρόσεκτη. Η σκέψη κοιτάζει µέσα στο πηγάδι της κόλασης και δεν φοβάται τη σοφία των αιώνων. Βλέπει τον άνθρωπο, ένα αδύναµο µόριο, περιτριγυρισµένο από ασύλληπτα βάθη σιωπής. Ωστόσο, στέκεται µε περηφάνια, ασυγκίνητος σα να ήταν ο άρχοντας του σύµπαντος. Η σκέψη είναι σπουδαία και ταχεία και ελεύθερη, το φως του κόσµου και το βασικό µεγαλείο του ανθρώπου.

Θέλω να τελειώσω µε µια φράση του David Harvey από την πρόσφατη οµιλία του στο πρόσφατο Left Forum στη Νέα Υόρκη, στις αρχές αυτού του Ιούνη (2014). Είπε λοιπόν ο Harvey: «Όταν κοιτάξεις στον καθρέφτη και δεις ότι έχεις αρχίσει να µοιάζεις µε αυτό που πολεµάς, σπάσε τον καθρέφτη!

 

*Η Παναγιώτα Γούναρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια εφαρµοσµένης γλωσσολογίας στο University of Massachusetts Boston των ΗΠΑ. Η ερευνητική της δραστηριότητα είναι συνυφασµένη µε την Κριτική Παιδαγωγική και επικεντρώνεται στην πολιτική της γλώσσας, καθώς και στην κατασκευή του νεοφιλελεύθερου λόγου στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.

Βιβλιογραφία

Arendt, H. (1971). On Violence. Harcourt Brace & Company.

Freire, P. (2000). Pedagogy of Freedom: Ethics, Democracy and Civic Courage. Boulder, CO: Rowman & Littlefield.

Freire, P. (1995). Pedagogy of hope: Reliving pedagogy of the oppressed. New York: Continuum.

Freire, P. (2003). Pedagogy of the oppressed. New York: Continuum

 

Fromm, E. (1992). The Art of Being. New York, NY: Continuum.

Fromm, E. (1981). On Disobedience. New York, NY: Harper Perennial.

Fromm, E. (1976). To have or to be? New York: Bantam.

Fromm, E. (1973). The Anatomy of Human Destructiveness. New York: Henry Holt

Φροµ, Ε. (1973α). Η Επανάσταση της Ελπίδας. Αθήνα: Μπουκουµάνης.

Giroux, H. (2007). The University in Chains: Confronting the Military-Industrial-

Academic Complex. Boulder, CO: Paradigm Publishers.

Klein, N. (2008). The Shock Doctrine. New York: Henry Holt.

ΠΗΓΗ

Το Υπουργείο Παιδείας, υλοποιώντας τις επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, προχωρά σε νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν:

  • στο Εθνικό Απολυτήριο, που αφενός μεν για να υλοποιηθεί απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συγχώνευση-κατάργηση σχολείων, ειδικοτήτων και μαθημάτων και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών και αφετέρου δημιουργεί ένα Λύκειο με ακόμη πιο ταξικά φίλτρα στο όνομα της «αναβάθμισης» του Απολυτηρίου
  • στην Αξιολόγηση στελεχών, την Αυτοαξιολόγηση και την Αυτονομία της σχολικής μονάδας, δηλαδή κατηγοριοποίηση σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών, ακόμη μεγαλύτερες περικοπές σε δαπάνες, δομές και προσωπικό ενώ ταυτόχρονα η άμεση σύνδεση με την αγορά προκειμένου να βρεθούν πόροι αντικαθιστά την όποια παιδαγωγική αντίληψη για την εκπαίδευση με την «αγοραία» λογική και την επιχειρηματικότητα στη λειτουργία του σχολείου
  • στην ένταξη της Μαθητείας στην ΤΕΕ, δηλ. σε σύγχρονους σκλάβους που με τον υποκατώτατο μισθό του ανειδίκευτου εργάτη, για ορισμένο χρόνο, θα «βουλώνουν» τρύπες εκεί που η κοινωνία απαιτεί μόνιμες προσλήψεις (υγεία-πρόνοια, τοπική αυτοδιοίκηση)

ενώ ταυτόχρονα προωθεί αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα, τις αναθέσεις μαθημάτων και τις υπηρεσιακές μεταβολές με παρεμβάσεις στα ΠΔ 50 και 100.

Όσο κι αν χρησιμοποιείται ο μανδύας ενός προοδευτικότερου μοντέλου εκπαίδευσης μέσα από όρους όπως «περιγραφική αξιολόγηση», δημιουργικές εργασίες» «θεματικές βδομάδες» ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης και του Υπουργείου είναι η αξιολόγηση, οι περικοπές και οι απολύσεις (οι 20.000 μόνιμες προσλήψεις ξεχάστηκαν, επόμενος στόχος είναι οι απολύσεις των αναπληρωτών και οι αναγκαστικές μετακινήσεις των υπολοίπων συναδέλφων). Αξιολόγηση-κατηγοριοποίηση μαθητών με portfolio που θα τροφοδοτεί το portfolio των εκπαιδευτικών στην δική τους αξιολόγηση, ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση βασικών μαθημάτων και εντατικοποίηση της εργασίας των συναδέλφων, εισάγοντας μάλιστα και τις ΜΚΟ στα σχολεία. Με μια λογική «ξεπέτας» και προχειρότητας απαιτούν δίωρες (!) εργασίες που τις βαφτίζουν «δημιουργικές», βδομάδες θεματικές (την ίδια στιγμή που μειώνουν τις ώρες των σχετικών μαθημάτων, ο χρόνος προετοιμασίας αναγκαστικά είναι εκτός ωραρίου και η αξιοπιστία τους εξαρτάται από τη ΜΚΟ που θα εμπλακεί σ΄ αυτές). Εκεί που απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης υλοποιείται πολιτική συρρίκνωσης: μείωση αριθμού τομέων και ειδικοτήτων, καθιέρωση ανελαστικού κατώτερου αριθμού μαθητών στους τομείς και ειδικότητες, αυτόματος κόφτης τμημάτων γενικής παιδείας και ειδικοτήτων μέσω ενός ιδιότυπου «χαρακτηρισμού φοίτησης». Επιπλέον, οι σπουδαστές των ΕΠΑΛ καλούνται, προκειμένου μνα αποκτήσουν την απαιτούμενη εμπειρία, με τους πιο σκληρούς νόμους της αγοράς (μισθός, εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα) αρχικά να καλύψουν τα κενά του Δημόσιου τομέα, εκεί που χρειάζονται μόνιμες προσλήψεις,  και αργότερα να τροφοδοτήσουν και τον ιδιωτικό τομέα.

Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να υπερασπιστεί το Δημόσιο Σχολείο.

Αγωνιζόμαστε για Δημόσιο Δωρεάν 12χρονο Σχολείο της ολοκληρωμένης και καθολικής γνώσης για όλα τα παιδιά, χωρίς ταξικούς φραγμούς, και με πλήρη εργασιακά δικαιώματα, κόντρα στην ευέλικτη και ελαστική εργασία, για όλους τους εκπαιδευτικούς. Γι΄αυτό:

Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας να αποσύρει τις εγκυκλίους.

Καλούμε την ΟΛΜΕ να πάρει άμεσα ξεκάθαρη θέση καλύπτοντας συνδικαλιστικά όλους τους συναδέλφους που δε θα τις εφαρμόσουν και προτείνοντας συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών στην εκπαίδευση. Κάθε επίθεση πρέπει να αντιμετωπίζεται αγωνιστικά και απεργιακά.

Καλούμε τους συναδέλφους να μην εφαρμόσουν τις εγκυκλίους για τις δημιουργικές εργασίες και τις θεματικές βδομάδες. Η Γ΄ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ τους καλύπτει συνδικαλιστικά.

ΟΛΟΙ στις ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ του κλάδου.

Αγωνιστική Κίνηση Γ΄ ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ – Μετωπική Συνεργασία για την Ανατροπή Γ΄ ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ

554898_531532846886418_1919230684_nΚάλεσμα για Μετωπική Συνεργασία για την ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Γ΄ΕΛΜΕ Αθήνας

Φίλες και φίλοι
Οι φετινές εκλογές στην ΕΛΜΕ μας είναι κρίσιμες γιατί βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη να απαντήσουμε ξανά στις επιθέσεις που διαλύουν το δημόσιο σχολείο και τα εργασιακά μας δικαιώματα. Μονάχα που αυτήν την επίθεση την υλοποιεί πλέον η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για μια επίθεση συνολική με προοπτική το ακόμη μεγαλύτερο ρήμαγμα των δημόσιων σχολείων. Χωρίς χρηματοδότηση και χωρίς μόνιμους εκπαιδευτικούς. Με συναδέλφους με τσακισμένα εργασιακά δικαιώματα, με αξιολόγηση, αλλά χωρίς πρόσθετη διδακτική στήριξη, βιβλιοθήκες, γραμματείς, φύλακες, κλπ.
O στόχος σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ είναι Ένα φθηνό, «πειθαρχημένο» και ταξικό σχολείο που δεν θα παρέχει ουσιαστική μόρφωση και παιδεία, αλλά κατάρτιση και δεξιότητες και που δεν θα παράγει ολοκληρωμένους πολίτες αλλά ευέλικτους εργαζόμενους με μισθούς πείνας.
Ο νέος υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου παραδέχθηκε ότι η υλοποίηση των επιταγών της Ε.Ε. και του ΔΝΤ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Με τις προγραμματικές του δηλώσεις έβαλε τις άμεσες προτεραιότητές του και επιβεβαίωσε τις ήδη προαναγγελθείσες αλλαγές, ακολουθώντας πιστά τις «βέλτιστες πρακτικές» του ΟΟΣΑ και του μνημονίου: «ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ – ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ – ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ». Όλα όσα καταφέραμε να παγώσουμε με τους αγώνες μας το προηγούμενο διάστημα επανέρχονται…
Την ίδια στιγμή κρατικός προϋπολογισμός για το 2017 προβλέπει να μειωθούν οι κοινωνικές δαπάνες πάνω από 1,3 δισ., και συγχρόνως νέους φόρους 2,5 δισ. Μετά τις περικοπές στις συντάξεις με το Ασφαλιστικό Κατρούγκαλου επιδιώκουν νέες περικοπές. Νέα επιδρομή στα κοινωνικά επιδόματα, στους μισθούς και στις συντάξεις. Επιταχύνουνε τις ιδιωτικοποιήσεις και προχωράνε σε χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις και στον συνδικαλισμό. Με όλα αυτά ο «βραχνάς» του χρέους θα
αυξάνεται. Οι τυμπανοκρουσίες της κυβέρνηση, για πλεονάσματα και επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορούνε να μεταβάλουν την άθλια πραγματικότητα για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων.
Τώρα είναι η στιγμή της ανασυγκρότησης και της επανεκκίνησης. Η κοινωνία βράζει, ο θυμός υποβόσκει και είναι αναγκαία η συλλογική έκφραση των διεκδικήσεών μας.
Η οργή και η διάθεση για αγώνα από τη μεριά των εργαζόμενων υπάρχει. Το έδειξαν τα απεργιακά καραβάνια των υγειονομικών, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα ΜΜΕ, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ, η απεργία των ναυτεργατών που νίκησε πριν λίγες μέρες. Το έδειξε η απεργία στις 8 Δεκέμβρη, όπου παρόλο που υπονομεύτηκε από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες χιλιάδες εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους για να συγκρουστούν με την πολιτική των μνημονίων.
Ο αγώνας μας δεν είναι αποσπασματικός και συντεχνιακός, είναι αυτονόητα συνδεδεμένος με όλα τα εργατικά κομμάτια που συγκρούονται με την πολιτική των μνημονίων, και με τη διεκδίκηση της ανατροπής του αντιλαϊκού «μονόδρομου» εξυπηρέτησης των ξένων και ντόπιων συμφερόντων, με μια συνολική αλλαγή πολιτικής υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, με μια πολιτική ρήξης. Συνδέεται με τον αγώνα για τις λαϊκές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, τον αγώνα για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς φασιστικής και ρατσιστικής απειλής. Απέναντι στους συμβιβασμούς της κυβέρνησης, προβάλει η ανάγκη για τη διαγραφή του χρέους. Να μην αποπληρώνουμε δις. ευρώ κάθε χρόνο για να γεμίζουν τα σεντούκια των τραπεζιτών. Να συγκρουστούμε με το Ευρώ και την Ε.Ε. Να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις με εργατικό και λαϊκό έλεγχο.

Θέλουμε ένα σχολείο που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, που θα αγκαλιάζει όλα τα παιδιά, χωρίς ταξικές διακρίσεις και αποκλεισμούς. Θέλουμε ένα σχολείο που θα στοχεύει στην ουσιαστική γνώση, στην κριτική σκέψη και στη δημιουργική αμφισβήτηση. Θέλουμε ένα σχολείο που θα συνδυάζει αρμονικά την καλλιέργεια του πνεύματος και του σώματος, θα αναζητά την ομορφιά της τέχνης και θα δημιουργεί πολίτες με οικολογική και κοινωνική ευαισθησία, που θα αγωνίζονται για την ειρήνη, την κοινωνική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το σχολείο που θέλουμε χρειάζεται:

  • Γενναία κρατική χρηματοδότηση / Να είναι ενιαίο δωδεκάχρονο με δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση.
  • Αναβάθμιση Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. / Μισθό αξιοπρεπή για ζωή αξιοβίωτη και ανατροπή των αντιασφαλιστικών νόμων και ρυθμίσεων.
    Διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών για την κάλυψη όλων των πραγματικών κενών με οργανικές θέσεις για όλους τους εκπαιδευτικούς.
  • Νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία.

Υπάρχουν χιλιάδες αγωνιστές που αρνούνται να υποταχθούν στην ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), και διεκδικούν ενωτικά να συσπειρωθεί το αγωνιστικό κομμάτι που θα αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα τόσο στην εκπαίδευση όσο και σε όλη την κοινωνία.
Σε αυτήν την ενωτική προσπάθεια σε καλούμε να συστρατευτούμε και να δώσουμε όλοι μαζί συλλογικά και οργανωμένα αυτόν τον αγώνα.

ΚΑΛΟΥΜΕ ΣΕ ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΠΕΜΠΤΗ 22/12/16 ΚΑΙ ΩΡΑ 7:00ΜΜ
ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΜΕ (ΤΑΥΓΕΤΟΥ 60)

καταγγελία της Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας

Posted: 21 Δεκεμβρίου, 2016 by Γεωργία Βαλωμένου in αναδημοσιεύσεις, Uncategorized
Ετικέτες: ,

Γ ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΑΫΓΕΤΟΥ 60, ΠΑΤΗΣΙΑ, ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ – ΦΑΞ: 210 2012013
g.elme.athinas@gmail.com

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ Προκαλεί η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το δημοκρατικό αίσθημα του κόσμου με τη στάση της απέναντι στη Χρυσή Αυγή: το ξέπλυμα που της έκανε όταν εμφανίστηκαν οι υπουργοί της παρέα με τους φασίστες βουλευτές στο Καστελόριζο, οι απαράδεκτες δηλώσεις του τέως υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλου ότι χρειάζεται «μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας», η ακύρωση -με κεντρική εντολή της ΓΑΔΑ- της εκδήλωση της ΚΕΕΡΦΑ για την δίκη της Χρυσής Αυγής μαζί με το λοκ άουτ Τόσκα-κοσμητείας στη Νομική και η σκανδαλώδης προβολή ρατσιστικών φιεστών μίσους από την ΕΡΤ. Πού χωράνε στους θεσμούς της Δημοκρατίας εκείνοι που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα; Εκείνοι που στην ίδια την δίκη, όχι μόνο δεν ζητάνε συγνώμη από τα θύματα αλλά αμετανόητοι εξακολουθούν να προκαλούν; Εκείνοι που οργανώνουν νέες επιθέσεις κατά προσφύγων στη Χίο και φορώντας την μάσκα του Έλληνα πατριώτη επιτίθενται με επικεφαλής βουλευτές, σε εκδήλωση στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ για να επιβάλουν την φασιστική παρουσία τους στο χώρο των δημοσιογράφων; Που μετέτρεψαν την Βουλή σε ορμητήριο για φασιστικές εξορμήσεις αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο δεν εκδημοκρατίζονται αλλά όσο υποχωρεί η κυβέρνηση αυτοί θα αποθρασύνονται;
Η Γ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας μαζί με τα υπόλοιπα εργατικά σωματεία, το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα θα συνεχίσει τη μάχη στα σχολεία και τις γειτονιές για να μην πατάνε το πόδι τους οι φασίστες και να είναι οι πρόσφυγες καλοδεχούμενοι! Δε θα επιτρέψουμε η εγκληματική ναζιστική οργάνωση με το μανδύα κόμματος και το προσωπείο του πατριώτη να σπέρνει το ρατσιστικό της δηλητήριο και να οργανώνει τάγματα εφόδου. Είναι οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών, των δοσίλογων και των κουκουλοφόρων της κατοχής που έδειχναν με το δάχτυλο αντιστασιακούς για να τους εκτελέσουν οι ναζί στην Καισαριανή, το Δίστομο, τον Χορτιάτη, την Κάνδανο. Θα συνεχίσουμε να είμαστε στο πλευρό των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, απαιτώντας την καταδίκη των ναζιστών δολοφόνων.
Η υποτίμηση της φασιστικής απειλής της Χρυσής Αυγής, πολύ περισσότερο η ανοχή της παρουσίας και η κάλυψη της από την Αστυνομία στρώνει το έδαφος για κλιμάκωση των επιθέσεων στις γειτονιές. Είναι απαράδεκτο να δίνουν βήμα στους νεοναζί δολοφόνους στην ΕΡΤ και τα άλλα ΜΜΕ, να τους καλούν να συμμετέχουν σε επιτροπές της Βουλής ή να επιδιώκουν συνεργασία λες και μπορεί να εξημερωθεί το ναζιστικό τέρας. Ο ναζισμός δεν υπάρχει χωρίς το έγκλημα και έχει απολέσει το τεκμήριο της αθωότητας στις πύλες του Άουσβιτς. Διεκδικούμε την ολοκλήρωση της δίκης της Χρυσής Αυγής με την καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Απαιτούμε την πλήρη απομόνωση τους από κάθε θεσμό της κοινωνίας, από τη Βουλή, τους Δήμους και τα συνδικάτα.

Για το ΔΣ της Γ ΕΛΜΕ

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΚΟΚΛΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΔΑΜ

 

1507265_10152977857219497_8606333562568493964_oΤα προηγούμενα χρόνια αγωνιστήκαμε ενάντια στις μνημονιακές κυβερνήσεις και ενάντια στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Αγωνιστήκαμε για δικαιοσύνη, δημοκρατία, λαϊκή και εθνική κυριαρχία. Φάγαμε δακρυγόνα, πολλά δακρυγόνα, τσακίσαμε τα πόδια και τη μέση μας σε πορείες και διαδηλώσεις, περάσαμε μερόνυχτα στο Σύνταγμα.

Τα προηγούμενα χρόνια αγωνιστήκαμε ενάντια στο νέο σχολείο της Διαμαντοπούλου, στο «πρώτα ο μαθητής» του Αρβανιτόπουλου, σε μετρα που  πίσω από τα ωραία λόγια των «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων» έκρυβαν, συγχωνεύσεις- καταργήσεις  σχολείων, εξοικονόμηση πόρων, απολύσεις εκπαιδευτικών, ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα του σχολείου και αύξηση της μαθητικής διαρροής.

Τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να στηρίξουμε την λαϊκή οικογένεια, την δική μας οικογένεια, αλλά και να κρατήσουμε ακμαίο ηθικό, να μην αφεθούμε στην απόγνωση, να δημιουργήσουμε τους όρους της αντίστασής μας , να συνυπάρξουμε σε συλλογικότητες και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον, δημιουργήσαμε δομές αλληλεγγύης και κοινωνικά φροντιστήρια

Με όλους αυτούς τους τρόπους στηρίξαμε και δυναμώσαμε ένα κόμμα που είχε τότε την παρρησία να πει πως υπάρχει άλλη λύση και να διεκδικήσει την εξουσία, ένα αριστερό κόμμα, το ΣΥΡΙΖΑ, και το οδηγήσαμε σε εκλογική νίκη και δημιουργία κυβέρνησης.

Σήμερα, η κυβέρνηση αυτή και το κόμμα αυτό, έχοντας απαλλαγεί από τα κομμάτια τους εκείνα που επέμειναν πως η άλλη λύση υπάρχει και αρνήθηκαν να συνθηκολογήσουν (το τι έκαναν αυτά τα κομμάτια είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση) όχι απλά εφαρμόζει τις πολιτικές ενάντια στις οποίες αγωνιστήκαμε, αλλά το κάνει στο όνομα της αριστεράς και στο όνομα των αγώνων μας.  Διασύροντας και την αριστερά και τους αγώνες μας.

σαν τον σοσιαλισμό που σε βολεύει

Ο Ιωάννης Παντής , Γ.Γ. του Υπ.Παιδείας, στις 25/10/16, καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή αναγγέλλει την έναρξη της ενισχυτικής διδασκαλίας για το γυμνάσιο, και σε ερώτηση της δημοσιογράφου για το αν θα υπάρξει κάτι και στο λύκειο απαντάει ότι «για το λύκειο όπως ξέρετε υπάρχουν και τα κοινωνικά φροντιστήρια, υπάρχει ένα σύστημα υποστηρικτικό».

Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα

Το υπόμνημα της επιτροπής Λιάκου για την εκπαίδευση αποτελεί μια νέα συσκευασία των προτάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων μαζί με ένα πρόγραμμα που αποτελεί αντιγραφή του διεθνούς Μπακαλορεά (IB), και  επαναφέρει όλα όσα ήταν «κόκκινα πανιά»  για το εκπαιδευτικό κίνημα επενδεδυμένα όμως με αριστερή ρητορεία και μεγαλοστομίες

Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου

Στη σελ. 7, για παράδειγμα, παρατίθεται κι ένα απόσπασμα του Α. Ελεφάντη για την παιδεία: «Είναι το κοινό ταμείο του πολιτισμού μας από το οποίο ο οιοσδήποτε πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκταμιεύει τα αγαθά της αποθησαυρισμένης ευαισθησίας και της συσσωρευμένης γνώσης».

Παρά το ότι ακόμα και η συνδικαλιστική παράταξη που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα και πλειοψηφεί στην ΟΛΜΕ καταδικάζει το υπόμνημα, κάποιες από τις προτάσεις του εχουν ήδη μπει σε φάσεις υλοποίησης και ο αρμόδιος υπουργός κύριος Φιλης εμφανίζεται να στηρίζει το υπόμνημα. Ωστόσο, ακόμα κι αν η (ισχνή, άλλωστε) αντίδραση των συνδικαλιστικών οργάνων των εκπαιδευτικών πετύχει μια κάποια αναδίπλωση, τα μέτρα του υπομνήματος Λιάκου θα επανέλθουν και θα επανέλθουν με διάφορες συσκευασίες μέχρι τελικά να περάσουν, αφού αποτελούν δεσμεύσεις των κυβερνήσεων προς τους δανειστές.

Μεταξύ άλλων, στη σελ 34 το υπόμνημα λέει: «Η θέσπιση κινήτρων θα έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα στην κάμψη των αντιστάσεων. Εναλλακτικά θα στρατολογηθεί νέο δυναμικό – απόφοιτοι των πανεπιστημίων κατά την τελευταία πενταετία, με φρέσκιες γνώσεις, όρεξη για δουλειά και δυνατότητα διαμόρφωσης νέων επαγγελματικών συνηθειών»

χαμογελούσε,ναι, γιατί να σκοτιστεί

Εμάς, λοιπόν, που στηρίξαμε και βάλαμε πλάτη τα προηγούμενα χρόνια για να φτάσετε να κυβερνάτε, εμάς που την αντίστασή μας θέλετε τωρα  να κάμψετε, εμάς που παίρνετε την αλήθεια μας και μας την κάνετε λιώμα, μας χρωστάτε τουλάχιστον αυτό: να λέτε τα πράγματα με το όνομά τους. Να λέτε πως οι μεταρρυθμίσεις σας είναι νεοφιλελεύθερες. Να λέτε πως δεν έχετε άλλη επιλογή από το να τις εφαρμόσετε γιατι τις έχετε ήδη υπογράψει και γιατι «δεν υπάρχει άλλη λύση». Να λέτε πως απώτερος στόχος των μεταρρυθμίσεων είναι η εξοικονόμηση πόρων αλλά – και αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο σκληρό – η δημιουργία μιας γενιάς αποφοίτων γυμανσίου με χαμηλές προσδοκίες, μιας γενιάς πρόθυμων ανειδίκευτων εργαζόμενων για την επισφαλή και κακοπληρωμένη εργασία του νέου κατώτατου μισθού. Να μην στολίζετε αυτή την αγριότητα με ωραία λόγια, με τα δικά μας λόγια.

 απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα

Δεν περιμένουμε βεβαια να το κάνετε. Αλλά, μ’ εμάς, δεν θα ξεμπερδέψετε τόσο εύκολα. Γιατί εμείς δεν αποδεχόμαστε τον δρόμο που διαλέξατε ως μονόδρομο και είμαστε αποφασισμένοι/ες να μη σας αφήσουμε να δρομολογήσετε τον εξανδραποδισμό μας.

Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει

Γιωργία Βαλωμένου, ΠΕ12.02

(υποψήφια με την  Αγωνιστική Ριζοσπαστική ΕΝΟΤΗΤΑ)

*ο τίτλος είναι στίχος από το τραγούδι του Δ.Σαββόπουλου «Πολιτευτής» Άλμπουμ Ρεζέρβα (1979). Από το ίδιο τραγούδι προέρχονται και οι άλλοι στίχοι που είναι γραμμένοι με italic στο κείμενο. Η χρήση του στίχου του τίτλου είναι κλεμμένη από τον σύντροφο δάσκαλο Γιώργο Παζάλο.

 

Αντώνης Γαζάκης, αναδημοσίευση απο το  the greek cloud

3457

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Όταν μιλάμε για ρατσισμό δεν μας νοιάζει ούτε ο αυτοπροσδιορισμός (“Εγώ δεν είμαι ρατσιστής”) ούτε, πολύ περισσότερο, οι προθέσεις του οποιουδήποτε. Συμπεριφορές που επιδιώκουν, διεκδικούν ή επιβάλλουν τον αποκλεισμό ολόκληρων κοινωνικών ομάδων (ή μελών τους) από δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής με βάση, ενδεικτικά, το χρώμα δέρματος, την καταγωγή, τη θρησκεία, το φύλο, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, είναι ασυζητητί και εξ ορισμού ρατσιστικές. Όσο και να χτυπιούνται οι φορείς τέτοιων συμπεριφορών, όση σχετικοποίηση, εκλογίκευση ή “ρεαλισμό” και αν χρησιμοποιήσουν.
Ούτε αυτή η λανθάνουσα παραδοχή της ιδεολογικής τους ήττας, που κρύβεται στην άρνηση της ιδιότητας του ρατσιστή μας ενδιαφέρει (ακόμη κι ο Κασιδιάρης είχε πει σε τηλεοπτικό παράθυρο το 2012 ότι δεν είναι ρατσιστής, αλλά “φυλετιστής”, μπας και τον σώσει η μετάφραση της λέξης)· στην πραγματικότητα, η κινηματική, πολιτική και εκπαιδευτική κατάκτηση ότι ο ρατσισμός είναι κάτι αυτοτελώς κακό, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, τους αναγκάζει απλώς να τον βάζουν διαρκώς στην καθημερινή ζωή από το παράθυρο. Είναι σαν να λένε: “θα προχωράμε διαρκώς σε ρατσιστικές πράξεις αρνούμενοι επίμονα και απερίφραστα το ρατσισμό τους, γιατί εμάς δεν μας ενδιαφέρει, όπως εσάς, πώς χαρακτηρίζονται· μας ενδιαφέρει μόνο να πραγματοποιούνται, έτσι ώστε να κυριαρχήσει εκ των πραγμάτων η δική μας αντίληψη”.
Συζητήσεις λοιπόν σε επίπεδο ορολογίας, είτε με τους παραπάνω είτε με “μετριοπαθείς” και “ουδέτερους” που θέλουν τάχα να ακούσουν και την άλλη πλευρά, είναι άσκοπες, άκαιρες και κυρίως αντιπαραγωγικές. Όταν, απολύτως αναρμόδια, σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων δημοτικών σχολείων (ήδη σε Ωραιόκαστρο Θεσ/νίκης, Φιλιππιάδα Πρέβεζας, Αλεξάνδρεια Ημαθίας) “απαιτούν” ή “αποφασίζουν” να μη χρησιμοποιηθεί το σχολικό κτίριο όπου φοιτούν τα παιδιά τους για απογευματινά μαθήματα προσφυγόπουλων (γιατί στις συγκεκριμένες περιπτώσεις περί αυτού και μόνο πρόκειται δυστυχώς, και όχι για εγγραφή στο σχολείο και για -σταδιακή έστω- ένταξή τους στο πρωινό ωρολόγιο πρόγραμμα), το μόνο -ή τέλος πάντων το κύριο και πιο άμεσο- που πρέπει να μας απασχολεί είναι το να μην περάσει το δικό τους.
Η άποψη που έχουν οι ίδιοι για το τι συνιστά ρατσισμό ή το ποια είναι τα πραγματικά ή προσχηματικά κίνητρά τους, ακόμη και η αναγκαία προσπάθεια ώστε να μεταστραφεί η στάση τους, είναι θέματα που πρέπει να μας απασχολήσουν, πρακτικά και θεωρητικά, αλλά σε δεύτερο και τρίτο χρόνο. Αυτό που προέχει είναι τα προσφυγάκια να ξεκινήσουν να φοιτούν στο κοντινότερο σε αυτά σχολείο, είτε πρόκειται για σχολείο του οποίου ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων έχει “αποφασίσει” να μην τα δεχτεί είτε πρόκειται για οποιοδήποτε άλλο σχολείο της περιοχής είχε αρχικά επιλεγεί από το αρμόδιο υπουργείο (σε κάποια από τα σχολεία οι αποφάσεις των συλλόγων πάρθηκαν χωρίς να έχει υπάρξει καν τέτοια επιλογή).
Στην πρώτη περίπτωση θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε πόσο σοβαρά παίρνουν τις απειλές τους οι εν λόγω σύλλογοι και πόσο σοβαρά παίρνει η υπόλοιπη κοινωνία (δεν θα πω “το κράτος” σκέτο) τις διακηρύξεις περί δικαιωμάτων και αντιρατσιστικής εκπαίδευσης. Προσπαθώ να φανταστώ τη γελοιότητα της κατάληψης ενός σχολικού κτιρίου από γονείς για να μην κάνουν εκεί μάθημα παιδιά πρόσφυγες ή πλήθη γονιών να γιουχάρουν παιδάκια που προσέρχονται στο σχολείο. Δυσκολεύομαι. Και δυσκολεύομαι ακόμη περισσότερο να φανταστώ ότι μπροστά σε αυτό το απίθανο ενδεχόμενο είναι προτιμότερο η πλευρά που στέκεται απέναντι στις ρατσιστικές διακρίσεις να υποχωρήσει. Αυτό που δεν δυσκολεύομαι καθόλου να φανταστώ όμως είναι η άτακτη οπισθοχώρηση των ρατσιστών μπροστά σε εισαγγελική παρέμβαση (το είδαμε ήδη στο Ωραιόκαστρο) και μπροστά στην παγκόσμια κατακραυγή (ναι, ακόμη και στην αυτοαναφορική και μικροαστική ελληνική επαρχία θα έπαιζε αυτό κάποιο ρόλο).
Η δεύτερη περίπτωση είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Αν η απάντηση στους ντόπιους ναζί και ρατσιστές που έλεγαν “αν θέλετε τους πρόσφυγες/μετανάστες στην Ελλάδα, να τους πάρετε σπίτι σας” ήταν ότι πολλοί και πολλές τους πήραν όντως σπίτι τους, τότε η απάντηση σε όσους και όσες δεν θέλουν πρόσφυγες στα “δικά” τους σχολεία δεν μπορεί παρά να είναι ανοιχτές αίθουσες και φιλόξενο περιβάλλον σε άλλα σχολεία. Κι άσε τους άλλους να πνίγονται μέσα στην απομόνωση και το φαρμάκι τους. Μπορούμε και χωρίς αυτούς.
Εξάλλου, δεν έχει μόνο Ωραιόκαστρα και Φιλιππιάδες και Αλεξάνδρειες η χώρα. Οι υπόλοιποι -πλην Λακεδαιμονίων, κι ας μη νιώθεται καθόλου η στάση τους- έχουμε ιστορική ευθύνη, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται αυτό, να φερθούμε σε αυτά τα παιδιά και στους γονείς τους όπως δεν φέρθηκαν στους μαύρους οι αμερικανικές πολιτείες του Νότου, στους τουρκόσπορους παππούδες μας οι ντόπιοι, στους Εβραίους οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι πριν, κατά και μετά το Ολοκαύτωμα.

του Βασίλη Ξυδιά

{Αναδημοσίευση δύο άρθρων του Β.Ξυδιά απο τον Δρόμο της Αριστεράς (link στους τίτλους)}

Οδεύοντας προς το νεοφιλελεύθερο σχολείο

Μπροστά ο Φίλης, πίσω ο Λιάκος και στο βάθος η Διαμαντοπούλου

filhs-liakos-650x250

Θα έχετε διαβάσει και σεις διάφορα άρθρα που λένε πόσο σημαντικό πράγμα είναι η Παιδεία, πόσο σημαντική είναι η γνώση και η ηθική καλλιέργεια – ιδίως σε καιρούς κρίσης και σε χώρες όπως η δική μας, ώστε να δημιουργηθεί το απαραίτητο δυναμικό που θα οδηγήσει στην ανάταξη. Εγώ, λοιπόν, όποτε βλέπω τέτοια, έρχεται ζωντανή μπροστά μου η εικόνα του εκάστοτε υπουργού Παιδείας να χαμογελά, άλλοτε πικρά, άλλοτε ειρωνικά, και άλλοτε να καγχάζει με την αφέλεια (πώς αλλιώς να την πει κανείς;) όλων αυτών των κατά τα άλλα λογικών ανθρώπων που σκέφτονται μ’ αυτόν τον αναχρονιστικό τρόπο.

Διότι εδώ τα πράγματα είναι κουκιά μετρημένα. Για τις ελίτ που κυβερνούν, το σχολείο, όπως το ξέραμε στη μοντέρνα, στη βιομηχανική εποχή, το σχολείο που αποσκοπούσε στη μόρφωση όλων ανεξαιρέτως των παιδιών, πρώτα απ’ όλα ως πολιτών μιας χώρας, αυτό το σχολείο έχει πρακτικά τελειώσει. Το πώς και το γιατί είναι μεγάλη ιστορία, αλλά οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η κρίση της γενικής εκπαίδευσης (είτε δημόσιας, είτε ιδιωτικής) έχει ξεσπάσει εδώ και πολλές δεκαετίες, και πως δεν είναι επομένως ο νεοφιλελευθερισμός υπεύθυνος γι’ αυτήν. Ο νεοφιλελευθερισμός απλώς έκανε τη δική του διάγνωση και βρήκε τη δική του λύση στο πρόβλημα: πονάει χέρι, κόψει χέρι· πονάει μάτι, βγάλει μάτι. Με δυο λόγια τέρμα το σχολείο για όλους.

Ή μάλλον -να το πω πιο σωστά- τέρμα το σχολείο που νοιάζεται για όλους. Γιατί δεν έχει κατ’ αρχήν αντίρρηση ο νεοφιλελευθερισμός να έχουν όλοι πρόσβαση σε κάποια μορφή γενικής εκπαίδευσης, της οποίας όμως ο κύριος σκοπός θα είναι να αναπαράγει -όχι την ελίτ (γι’ αυτήν υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί)- αλλά έναν επαρκή αριθμό κατώτερων, μεσαίων και ανώτερων στελεχών που χρειάζονται για να λειτουργούν οι επιχειρήσεις, το κράτος κ.λπ. Και βέβαια, βασικό στοιχείο αυτής της νεοφιλελεύθερης εκπαίδευσης είναι το ξεσκαρτάρισμα της πολύ μεγάλης μάζας των μη αναγκαίων και μη ικανών, που θα πρέπει να πετάγονται έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία στις διάφορες βαθμίδες της.

Γι’ αυτούς τους τελευταίους δεν υπάρχει καμία απολύτως στενοχώρια και κανένας δισταγμός, ούτε καμία πρόβλεψη τι θα απογίνουν. Έτσι κι αλλιώς στη νεοφιλελεύθερη δυστοπία ένα μεγάλο τμήμα της (λεγόμενης) κοινωνίας θα είναι σκουπίδια. Όχι προλετάριοι· σκουπίδια. Άχρηστοι, απόβλητοι, αδιάφοροι. Αρκεί να είναι επαρκώς ξεδοντιασμένοι, ανίκανοι να προσβάλουν τη νέα τάξη πραγμάτων.

Αν υπάρχουν κάποια ερωτήματα, αυτά αφορούν το πόσο θα είναι το κόστος του υπό διαμόρφωση νέου εκπαιδευτικού μηχανισμού και ποια θα είναι η λειτουργικότητά του (λειτουργικότητα σε σχέση πάντα με τον στόχο που είπαμε). Και υπάρχει ασφαλώς και ένα τρίτο ζήτημα. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η μεταβατική-μεταρρυθμιστική πολιτική, που θα πάρει τα πράγματα από την παρούσα κατάσταση και θα τα οδηγήσει στον τελικό στόχο.

Ένα σχέδιο σ’ αυτή τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση είχε εκπονήσει στις μέρες της, ως υπουργός Παιδείας, η Άννα Διαμαντοπούλου. Το σχέδιο του λεγόμενου «Νέου Σχολείου». Με τα κριτήρια αυτά δεν ήταν κακό το σχέδιο αυτό. Ίσα-ίσα. Είχε βέβαια την ατυχία να ταυτιστεί με τη γενικότερη μοίρα του ΠΑΣΟΚ και των προ-ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακών κυβερνήσεων, υπάρχει πάντα όμως ως παρακαταθήκη προς αξιοποίηση από κάθε ενδιαφερόμενο.

Κι αφού περάσαμε από τον ανερυθρίαστο και χονδροειδή στο είδος του Κ. Αρβανιτόπουλο, και το σύντομο διάλειμμα Αρ. Μπαλτά, της «αντιμνημονιακής» περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ, εκλήθη τώρα ο ευφυής και ευέλικτος Ν. Φίλης να δώσει αυτός τη δική του λύση στα τρία παραπάνω προβλήματα – ιδιαίτερα στο τρίτο.

Υπ’ αυτό το πρίσμα θα έπρεπε να δει κανείς το σχέδιο που επεξεργάστηκε ο Αντ. Λιάκος στα τέλη της άνοιξης. Και σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε το τωρινό διάταγμα του Ν. Φίλη για τα Γυμνάσια, σαν μια τροχιοδεικτική βολή για όσα μέλλει να ακολουθήσουν.

Γιαγιά, γιατί φέτος θα με εξετάσεις σε λιγότερα μαθήματα;

Για να σε κόψω καλύτερα παιδάκι μου!

filhs-650x250.png

Αν πάρουμε μία-μία τις καινοτομίες που εισάγονται και τις δούμε σαν αποκομμένες διοικητικές ρυθμίσεις δεν μοιάζουν και τόσο άσχημες. Αρχίζει, όμως, κανείς να καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει αν κάνει ένα zoom-out από τα επιμέρους μέτρα και προσπαθήσει να δει τη «μεγάλη εικόνα». Θα διακρίνει τότε το λεπτό νήμα που συνδέει τις τωρινές αλλαγές με το «Νέο Σχολείο» της Άννας Διαμαντοπούλου.

Η διαφορά είναι ότι η υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ως πιο διαφανής στις προθέσεις της, στόχευσε κατευθείαν στο Λύκειο, προσπαθώντας να το προσαρμόσει στο εξεταστικό σχήμα του International Baccalaureate, ενώ ο τώρα ο Φίλης, καλυπτόμενος πίσω από τεράστιους όγκους αριστερής ρητορικής, δεν προχωρά αμέσως στο ναρκοπέδιο του Λυκείου. Ξεκινά ήπια και προσεκτικά από το Γυμνάσιο, θέλοντας για την ώρα να εθίσει απλώς τους μικρούς μαθητές σε λίγες ελαφρές τζούρες του International Baccalaureate, που σε επόμενη φάση θα τους προσφέρει αυτό ή κάτι παρόμοιο κανονικά και με τη μία.

allages

Δύο ταχύτητες

Τα νέα μέτρα είναι, λίγο ως πολύ, γνωστά. Παρουσιάζονται συνοπτικά στον παραπάνω πίνακα (Καθημερινή 9/9/2016). Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως το κρίσιμο μέτρο -αυτό που δίνει το στίγμα- είναι ο χωρισμός των μαθημάτων σε δύο ομάδες, όπου μόνο τέσσερα (γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά και φυσική) θα εξετάζονται με τελικό γραπτό διαγώνισμα, ενώ τα υπόλοιπα θα βαθμολογούνται με βάση την αξιολόγηση των δύο τετραμήνων και μόνο.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θέλησε να παρουσιάσει το μέτρο αυτό σαν μια παιδαγωγική προτίμηση στην αξιολόγηση χωρίς γραπτές εξετάσεις. Αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται περί αυτού. Αν ήταν αυτό, τότε γιατί να μη βαθμολογούνται όλα τα μαθήματα έτσι, χωρίς τελικό διαγώνισμα; Δεν θα ήταν άλλωστε καμιά φοβερή καινοτομία. Ίσχυε στη δεκαετία του ‘80, επί ΠΑΣΟΚ, μέχρι που τα πράγματα άλλαξαν επί Β. Κοντογιαννόπουλου της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι προς τι η διάκριση μεταξύ των τεσσάρων και των υπολοίπων μαθημάτων.

Ως προς αυτό είναι εύγλωττη η εμπειρία της Κύπρου, όπου η διάκριση εφαρμόζεται ήδη, και όπως βεβαιώνουν πολλοί, το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο. Τα παιδιά εστιάζουν στα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα, και όλα τα άλλα έχουν καταντήσει η «χαρά του παιδιού». Οι περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις δεν πείθουν κανέναν.

Άλλωστε, το ότι ο χωρισμός των μαθημάτων σε δύο ομάδες έχει σαφέστατα αξιολογικό χαρακτήρα, προκύπτει και από ένα άλλο μέτρο, στο οποίο δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για τις προϋποθέσεις προαγωγής των μαθητών. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νέα ρύθμιση οι μαθητές θα προάγονται είτε αν έχουν από 10 και πάνω σε όλα τα μαθήματα, είτε -προσέξτε τώρα- αν μεν έχουν κάτω από τη βάση σε κάποια από τα μη εξεταζόμενα μαθήματα, τότε αρκεί να βγάζουν γενικό μέσο όρο σε όλα τα μαθήματα πάνω από 10· αν όμως έχουν κάτω από τη βάση σε κάποια από τα τέσσερα γραπτώς εξεταζόμενα, τότε για να προαχθούν θα πρέπει ο μέσος όρος των τεσσάρων αυτών μαθημάτων να είναι πάνω από 13 (δηλαδή τουλάχιστον 12,5).

Δεν ξέρω αν γίνεται σαφές με τη μία, αλλά ελπίζω να καταλαβαίνει κανείς ότι στη διαδικασία της προαγωγής οι δύο ομάδες μαθημάτων δεν μετρούν το ίδιο.

Ο σκοπός της αξιολόγησης

Εισάγεται λοιπόν με τα νέα μέτρα ένα σύστημα βαθμολόγησης -και επομένως επιλογής- που βασίζεται σε τέσσερα μόνο από το σύνολο των διδασκομένων μαθημάτων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι χωρίς τα αντιλαϊκιστικά νταϊλίκια της Διαμαντοπούλου, ο Φίλης χτίζει ένα σύστημα αξιολόγησης που, όπως και αυτό της προκατόχου του, δεν ενδιαφέρεται να αξιολογήσει αναλυτικά τη γνώση του κάθε μαθητή σε όλα τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα (για να του υποδείξει δήθεν σε τι πρέπει να γίνει καλύτερος και άλλες τέτοιες παιδαγωγικές αφέλειες). Το ζητούμενο είναι να κρίνει ποιοι μπορούν να περάσουν στην επόμενη βαθμίδα και ποιοι όχι. Είναι τόσο απλό!

Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να εξεταστούν όλοι σε όλα. Οι ικανοί μπορούν να ξεχωρίσουν από τους μη ικανούς και με τα τέσσερα ενδεικτικά μαθήματα. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη άποψη αυτό είναι το έργο του εκπαιδευτικού συστήματος. Το αν κάποιος θα μάθει ή όχι είναι δικό του θέμα. Έτσι κι αλλιώς αυτοί που χρειάζεται το σύστημα είναι πολύ λιγότεροι απ’ όσους παράγει τώρα το σχολείο.

Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία

Του Λαέρτη Τανακίδη*

Α. Η γνωση του αρχαιου ελληνικου κοσμου ειναι χρησιμη για τον νεοελληνα. Αλλα αυτο δε σημαινει ΟΥΤΕ οτι πρεπει να εξιδανικευεται και να απολυτοποιειται η αξια του ΟΥΤΕ οτι η επαφη με αυτον πρεπει να γινεται απο το πρωτοτυπο των αρχαιων κειμενων. Οι μαθητες που διδαχτηκαν τα αρχαια ελληνικα απο μεταφραση γνωριζουν συνηθως για αυτους πολυ περισσοτερα απο οσα οι παλιοτεροι που τους διδασκονταν απο το πρωτοτυπο επι 8 ωρες την εβδομαδα για εξι χρονια. Αυτο που εμενε στο τελος ηταν μερικα ρητα και σπαραγματα απο καποια κειμενα και οχι η γνωση του πως σκεφτονταν οι αρχαιοι, πως αξιολογουσαν τα πραγματα και πως οργανωναν τη ζωη τους,

Β.Η αρχαια ελληνικη γλωσσα ειναι σπουδαια. Ακουγονται ομως διαφορες υπερβολες : Οτι

Δεν ειναι διαπιστωμενο οτι η μελετη και η γνωση των προηγουμενων φασεων μιας γλωσσας οδηγει αναγκαστικα στην καλυτερη χρηση της.Δεν ειναι διαπιστωμενο οτι η μελετη και η γνωση των προηγουμενων φασεων μιας γλωσσας οδηγει αναγκαστικα στην καλυτερη χρηση της.

ειναι γλωσσα-προτυπο, οτι οι αρχαιοι ανεπτυξαν τον πολιτισμο τους…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.091 επιπλέον λέξεις

Η πρόταση των 132 πανεπιστημιακών για την κατάργηση των Αρχαίων από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο με ταυτόχρονη ενίσχυση της νεοελληνικής γλώσσας έχει ανοίξει έναν έντονο διάλογο ανάμεσα σε άτομα και φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στους θεματοφύλακες της αρχαιομάθειας και τους υποστηρικτές των Αρχαίων από μετάφραση επαναφέρει τη γνωστή διαμάχη του ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, με τα γνωστά πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Κατάλοιπό της εξάλλου ήταν και η μέχρι τώρα 3ωρη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και η 2ωρη της Νεοελληνικής Γλώσσας.

Διαβάζοντας προσεκτικά τις ανακοινώσεις και τα ψηφίσματα, ο καλόπιστος αναγνώστης παρατηρεί ότι κανείς από τους ανήκοντες στις αντιπαρατιθέμενες ομάδες –ούτε και η γράφουσα– δεν αμφισβήτησε την αξία και τη διαχρονικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τη διεθνή επίδρασή του και την αναγκαιότητα να γίνουν οι μαθητές κοινωνοί του ανθρωπιστικού πνεύματος και των αξιών του.

Κανείς δεν προτείνει επίσης τη συνολική κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων στο Γυμνάσιο (διδάσκονται 2 ώρες από μετάφραση σε όλες τις τάξεις) ή την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Λύκειο.

Το επίμαχο ερώτημα είναι αν στο Γυμνάσιο τα αρχαία κείμενα θα διδάσκονται με όργανο την αρχαία γλώσσα ή τη νεοελληνική.

Αυτό το ερώτημα, όμως, εντέχνως το αποσιωπούν οι υποστηρικτές της μιας πλευράς.

Επιμένουν σε γενικεύσεις για τη σημασία των αρχαίων κειμένων (που ουδείς αμφισβητεί) και σε ιδεοληψίες που συχνά αγγίζουν τα όρια του εθνικισμού, αναπαράγοντας λογικές που οι φιλόλογοι περιγράφουν ως «προγονοπληξία» όταν εξηγούν στους μαθητές και στις μαθήτριές τους την έννοια της Παράδοσης και την άγονη προσκόλληση σε αυτήν.

Με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζεται η πραγματικότητα και δημιουργείται η ψευδής εντύπωση ότι «διώκονται τα Αρχαία Ελληνικά στο Γυμνάσιο».

Στα δεκάδες άρθρα και τα ψηφίσματα δεν υπάρχουν αναφορές σε επιστημονικές έρευνες και αξιόπιστα τεκμήρια, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει επίσης –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– η διάθεση για έναν προβληματισμό που να αφορά τις πραγματικές μορφωτικές ανάγκες των σημερινών μαθητών/τριών και την αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Και ποιότητα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ουσιαστική κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, όπως έχει αποδειχτεί από πλήθος επιστημονικές έρευνες.

Το ουσιαστικό ζητούμενο επομένως είναι: Με ποιον τρόπο οι αξίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αλλά και τα ευρύτερα πολιτιστικά αγαθά θα κατανοηθούν και θα γίνουν κτήμα των νεότερων, βελτιώνοντας παράλληλα το γλωσσικό επίπεδο της μητρικής τους γλώσσας, δηλαδή της νεοελληνικής;

Τα συμπεράσματα μιας σημαντικής συγκριτικής μελέτης (1971-1987) του Χ. Φράγκου και του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης (δείγμα 885 μαθητές που διδάχτηκαν 8ωρες εβδομαδιαία τα Αρχαία από το πρωτότυπο μέχρι το 1971 στις 3 πρώτες τάξεις του τότε Γυμνασίου και 500 μαθητές που το 1987 είχαν ήδη διδαχτεί τα Αρχαία μόνο από μετάφραση στις ίδιες τάξεις και στην ίδια γεωγραφική περιοχή) έδειξαν ότι η διδασκαλία από μετάφραση βελτιώνει τον γλωσσικό κώδικα και λειτουργεί ενισχυτικά στην καλύτερη κατάκτηση της μητρικής γλώσσας και τεκμηρίωσαν την άποψη ότι δεν θα έπρεπε για κανένα λόγο να επανέλθουν τα Αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Στην ίδια έρευνα καταρρίφθηκε επίσης ο μύθος της γνωστής «λεξιπενίας», όπως και αρκετά στερεότυπα για τη «μαγική» επενέργεια της αρχαίας γλώσσας στο γλωσσικό επίπεδο των μαθητών/τριών.

Οταν το 1993 η τότε κυβέρνηση, με κριτήριο αυθαίρετες ιδεολογικές παραδοχές, θέλησε να επαναφέρει τα Αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, σύσσωμη σχεδόν η εκπαιδευτική και η πανεπιστημιακή κοινότητα κατήγγειλε αυτή την ενέργεια (από την πλούσια αρθρογραφία στις εφημερίδες της εποχής, ενδεικτικά αναφέρονται: Χ. Φράγκος, Φ.Ι. Κακριδής, Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ε. Κριαράς, Φ.Κ. Βώρος, Α. Φραγκουδάκη).

Η επαναφορά των Αρχαίων καταγγέλθηκε επίσης από το 6ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ (1993) με βασικό επιχείρημα την έλλειψη επιστημονικής και παιδαγωγικής τεκμηρίωσης.

Πράγματι, τα Αρχαία από το πρωτότυπο διδάχτηκαν πειραματικά για έναν χρόνο στην Α΄ Γυμνασίου (1992-93) και το προαποφασισμένο αποτέλεσμα κρίθηκε «επιτυχές» (υπ. Παιδείας Σουφλιάς, πρ. Π.Ι. Μπαμπινιώτης), πριν ακόμη ολοκληρωθούν η σχολική χρονιά και η «έρευνα» του Π.Ι. (ερωτηματολόγιο με ερωτήματα όπως: «Σου άρεσαν τα Αρχαία που διδάχτηκες;»).

Με αυτή την αντιεπιστημονική μεθόδευση, τα Αρχαία από πρωτότυπο επεκτάθηκαν ώς το 1995 σε όλες τις τάξεις του Γυμνασίου.

Στα 23 χρόνια που ακολούθησαν, τα γνωστικά ή γλωσσικά αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος στους μαθητές/τριες από ποιον πανεπιστημιακό ή άλλο φορέα αξιολογήθηκαν, με ποια ορθολογικά επιστημονικά εργαλεία και πότε;

Υπάρχει μία έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (2007), αλλά αφορά 350 φιλολόγους (δείγμα ελεγχόμενο για την τυχαιότητά του), με ερωτήματα στοχευμένα (π.χ. «Θα θεωρούσατε έλλειμμα παιδείας αν οι μαθητές τελείωναν το Γυμνάσιο χωρίς να έρθουν καθόλου σε επαφή με την αρχαία ελληνική γλώσσα;»), με προφανείς απαντήσεις (το 96% των φιλολόγων απάντησε «αρκετά έως πολύ» σε αυτή την ερώτηση) και αντίστοιχα μεροληπτικά συμπεράσματα, που αναφέρονταν και στους μαθητές/τριες, που δεν αποτελούσαν όμως δείγμα της έρευνας.

Το 2009 μάλιστα, το Π.Ι. δεν έδωσε άδεια σε μεταπτυχιακούς φοιτητές/τριες (ΑΠΘ Μ. Κελπανίδης) για έρευνα σε μαθητές/τριες, φοβούμενο ίσως ότι τα δεδομένα της θα είναι απορριπτικά για το αρχαιοκεντρικό δόγμα («οι μαθητές δεν έχουν την ωριμότητα και δεν είναι σε θέση να απαντήσουν» ήταν το πρόσχημα).

Ο Μ. Κελπανίδης πραγματοποίησε τελικά έρευνα σε τυχαίο δείγμα 424 φιλολόγων.

Στα συμπεράσματα αναφέρεται ότι: το 67% δεν ήταν ικανοποιημένοι/ες από τον τρόπο διεξαγωγής του μαθήματος των Αρχαίων και για το 82,3% «η βελτίωση της ικανότητας να χειρίζονται οι μαθητές τους τη Νέα Ελληνική απαιτεί περισσότερες ώρες Νέων Ελληνικών και όχι Αρχαίων» (αύξηση ωρών Αρχαίων πρότεινε το 17% του δείγματος).

Η αποτυχία του αρχαιοκεντρικού προγράμματος και η δυσφορία μαθητών και εκπ/κών αποτυπώθηκαν έκτοτε ερευνητικά (π.χ. Μ. Κοξαράκη), πράγμα για το οποίο προφανώς δεν ευθύνεται η αρχαία γλώσσα (ενδεικτικές αιτίες: αποσπασματικά κείμενα, ακατάλληλα βιβλία-αναλυτικά, μηχανιστική απομνημόνευση γραμματικών και συντακτικών κανόνων κ.ά.).

Στο συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν τα παραπάνω δεδομένα, ότι δηλαδή στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των Αρχαίων χρειάζεται να γίνεται από μετάφραση, πρέπει να επισημανθεί η αναγκαιότητα της αλλαγής αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων, με επιλογές συγγραφέων και κειμένων που θα λειτουργούν ως γέφυρες για την κριτική προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Για να έρθουν οι μαθητές/τριες σε επαφή και με την αρχαία ελληνική γλώσσα, θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται μικρά επιλεγμένα κείμενα από το πρωτότυπο, δίπλα στο μεταφρασμένο κείμενο και σε περιοδικά διαστήματα.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενίσχυση της διδασκαλίας της Νεοελληνικής Γλώσσας.

Είναι κοινή η διαπίστωση των μάχιμων φιλολόγων ότι οι μαθητές/τριες αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο, ότι τα βιβλία της Γλώσσας στο Γυμνάσιο είναι ανεπαρκή, τα αναλυτικά προγράμματα ελλιπέστατα, η παραγωγή γραπτού λόγου και η έκθεση στην ουσία δεν διδάσκονται, ενώ εξετάζονται μέχρι και στις πανελλήνιες εξετάσεις.

Επομένως, είναι αναγκαίο να αυξηθούν οι ώρες της Νεοελληνικής Γλώσσας στην κατεύθυνση της καλλιέργειας γλωσσικής εκφραστικής ικανότητας, με διδασκαλία δημιουργικής γραφής, ανάπτυξη λεξιλογίου κ.λπ.

Απαραίτητο κρίνεται επίσης να ενισχυθεί και να αναδιαρθρωθεί το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, συνδεόμενο με δημιουργική ανάγνωση, φιλαναγνωσία και κριτική κειμένων.

Οι σχολικές βιβλιοθήκες –που πρέπει επιτέλους να λειτουργήσουν– μπορούν να παίξουν σε αυτό καθοριστικό ρόλο.

Η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Παιδείας να μειώσει κατά μία ώρα τα Αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο είναι ένα ημίμετρο με αρνητικό εκπαιδευτικό πρόσημο, εφόσον αυτές οι ώρες δεν αποδίδονται στη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας στη Β΄ και την Γ΄ τάξη.

Φαίνεται ότι το υπουργείο, ενώ δείχνει ευαισθησία και υποχωρητικότητα σε πολιτικές και ιδεολογικές πιέσεις, δεν δείχνει την ίδια ευαισθησία για την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, που δεν μπορεί να υπακούει σε λογιστικές πρακτικές εξοικονόμησης προσωπικού.

Σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μεγάλων προκλήσεων (παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα, ΜΜΕ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τεχνολογία), είναι προφανές ότι τα παιδιά μας θα πρέπει να κατακτήσουν πρωτίστως τη μητρική τους γλώσσα και μέσω αυτής να γνωρίσουν και να χαρούν όχι μόνο τον αρχαίο αλλά και τον νεότερο πνευματικό πολιτισμό.

Περιμένουμε επομένως όλοι όσοι υπεραμύνονται της διατήρησης των Αρχαίων από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα οι πανεπιστημιακοί να δείξουν την ανάλογη μαχητικότητα και το ενδιαφέρον τους για την ενίσχυση της νεοελληνικής γλώσσας.

Εκτός, βέβαια, αν θεωρούν ότι το μόνο καλό που διαθέτουμε ως νεοέλληνες είναι οι πρόγονοί μας.

*φιλόλογος, μέλος Δ.Σ. ΚΕΜΕΤΕ και Δ.Σ. Γ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας